Ολοκληρώνοντας την μελέτης του οικισμού απαιτείται μια σύνοψη των πιο σημαντικών παρατηρήσεων που κάναμε καθ’ όλη την πορεία μας, καθώς και η εξαγωγή κάποιον τελικών συμπερασμάτων σχετικά με την σύσταση και τα επιμέρους στοιχεία του οικισμού. Τα 20,000 στρέμματα του οικισμού του Μονοδενδρίου τον χαρακτηρίζουν ως ένα σχετικά μεγάλης έκτασης οικισμό, συγκριτικά με άλλους οικισμούς στην περιοχή του Ζαγορίου. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα της περιφέρειας, την πόλη των Ιωαννίνων, κάτι που συμβάλλει στην αυξημένη κινητικότητα των τουριστών αλλά και των εμπόρων στον οικισμό αυτό. Βασικός παράγοντας σε αυτά είναι και η χαράδρα του Βίκου που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μακριά του και αποτελεί πόλο έλξης για πλήθος επισκεπτών.
Ο οικισμός μας μπορούμε να πούμε ότι χωρίζεται σε δύο κύριους πυρήνες- γειτονιές, την Άνω και Κάτω πλατεία, και η παρούσα φυσιογνωμία του έχει διαμορφωθεί μέσα από αυτή την συνύπαρξη. Από την μια, η περιοχή γύρω από την Κάτω πλατεία χαρακτηρίζεται από παλιά κτήρια, που χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα. Αρκετά κτήρια στην περιοχή αυτή είναι εγκαταλελειμμένα, κυρίως λόγω της αστικοποίησης που σημειώθηκε παλαιότερα, όταν ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων του οικισμού μετακινήθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα και δεν επέστρεψε ποτέ. Ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του οικισμού χρησιμοποιείται κυρίως για εξοχική κατοίκιση. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήξαμε από την πρώτη κιόλας επαφή μας με τον οικισμό, αλλά και μετά από μαρτυρίες των λίγων μόνιμων κατοίκων του. Ο οικισμός κατά τους φθινοπωρινούς μήνες ήταν ερημωμένος, γεγονός που, όπως μας είπαν οι κάτοικοι, παρατηρείται κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου με εξαιρέσεις τους καλοκαιρινούς και τους χειμερινούς μήνες.
Η άλλη όψη του Μονοδενδρίου είναι η Άνω πλατεία, η καινούρια γειτονιά που σχηματίστηκε τα τελευταία χρόνια, μετά από την ένταξη μεγάλου αριθμού νέων κτιρίων, κυρίως ξενοδοχείων και ξενώνων. Το Μονοδένδρι λόγω της γεωγραφικής του θέσης, είναι πόλος έλξης για πολλούς τουρίστες και η ανάγκη για την στέγαση των τουριστών αυτών έγινε αιτία να κτιστούν πολλά ξενοδοχεία. Στην περιοχή αυτή ο οικισμός έχει χάσει την παραδοσιακή του ταυτότητα και καταβάλλεται από μια αλλοίωση και μια ανεπιτυχής αντιγραφή. Τα κτήρια αυτά προσπαθούν να αντιγράψουν τον τρόπο δόμησης των παραδοσιακών κτηρίων, χωρίς όμως κάποια επιτυχία.
Οι δύο αυτοί πυρήνες έρχονται σε μεγάλη αντίθεση με το μοντέρνο κομμάτι να προσπαθεί να επιβληθεί στο παραδοσιακό και να απλωθεί όσο περισσότερο μπορεί στην περιφέρεια του οικισμού.
Μια διαφορετική σχέση με τα παραπάνω έχει ο οικισμός με το φυσικό του περιβάλλον. Η σχέση αυτή χαρακτηρίζεται από μια αρμονία και τα δύο αυτά στοιχεία βρίσκονται σε μια μόνιμη συνοχή. Το δομημένο στοιχείο έχει ενσωματωθεί με πολύ ομαλό τρόπο στις ιδιομορφίες του αναγλύφου και το πράσινο παρατηρείται σε όλα τα μέρη του οικισμού. Γεγονός είναι η χρήση δομικών στοιχείων που προέρχονται από το φυσικό περιβάλλον, όπως είναι η πέτρα και τα ξύλα. Αποτελούν στοιχεία που ποικίλουν στην περιοχή και αυτός είναι και ο λόγος που χρησιμοποιούνται σε όλα τα κτήρια ως κύριος τρόπος δόμησης.
Η σχέση του ανθρώπου με την φύση, παρ’ όλα αυτά, έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια με πολύ λίγες εξαιρέσεις. Παλαιότερα οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία και τα αγροτικά επαγγέλματα, ενώ σήμερα η βασική πηγή εισοδήματος είναι ο τουρισμός. Το πλούσιο οικοσύστημα της περιοχής με τις διαφορετικές οσμές αλλά και τα χρώματα που μεταβάλλονται ανάλογα με τις εποχές, επιβάλλεται στον επισκέπτη και διαμορφώνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον τοπίο. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η διάκριση μεταξύ δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος μας ήταν πραγματικά δύσκολη.
Οι δρόμοι του οικισμού χαρακτηρίζονται από ψηλούς μαντρότοιχους, ενώ το κτήριο στο εσωτερικό τοποθετείται με διάφορους τρόπους και όχι πάντα σε σχέση με την θέση της αυλόθυράς του. Οι ψηλοί μαντρότοιχοι δεν επιτρέπουν στους διαβάτες την οποιαδήποτε πρόσβαση, κυριολεκτικά ή μη, στο εσωτερικό του οικοπέδου. Οι δρόμοι γίνονται στενοί και δημιουργούν μια πορεία προς την πλατεία, όπου το αυστηρό δομικό σύστημα διαλύεται και το περιβάλλον γίνεται πιο προσιτό στον διαβάτη.
Η τελική αίσθηση που μας άφησε ο οικισμός είναι αντίφαση δύο εντελώς διαφορετικών σχέσεων που αναπτύσσονται μέσα του. Από την μία η αντίθεση μεταξύ των δυο πυρήνων και από την άλλη η αρμονική σχέση της φύσης και του οικισμού. Ο οικισμός θα πρέπει πέρα από το φυσικό του κάλλος να αποκτήσει και μια οικιστική συνοχή, μια αισθητική ποιότητα η οποία θα βελτιώσει τον τρόπο ζωής του και θα γίνει πόλος έλξης για πολλές ομάδες ανθρώπων πέρα από τους τουρίστες.