Δροσοπηγή

Κατοικία 145

βορειοδυτική όψηξύλινη εξώθυρα οικίαςδωμάτιο α΄ ορόφου με εστίαεξώστης οικίας (στη βορειοδυτική όψη)επιγραφή κατασκευής της οικίας

Το κτήριο ευρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του οικισμού, και σύμφωνα με τη λιθανάγλυφη επιγραφή του κατασκευάστηκε το 1892. Αποτελείται από δύο επίπεδα, έχει συνολικό ύψος 6.65 m στην βορειοδυτική όψη του και 5.12 m στην νοτιοδυτική και δεν καλύπτεται πλέον από την παραδοσιακή στέγη που διέθετε άλλοτε, αλλά από τρίρριχτη μεταλλική στέγη που έχει ύψος 1.8 m, διατηρεί ωστόσο στο εσωτερικό της τον αυθεντικό φέροντα οργανισμό της πρότερης στέγης. Το χαμηλότερο επίπεδο είναι ισόγειο, και μπροστά στην εξώθυρα εκτείνεται μικρή αυλή, η οποία κάποτε θα περιβαλλόταν από λίθινο χαμηλό τοίχο, όπως υποδηλώνουν κατάλοιπά του στο δυτικό τμήμα της οικίας. Τα ανώτερα τμήματα των λαμπάδων της εξώθυρας έχουν λαξευτεί με ιδιαίτερη επιμέλεια, παρόλο που δεν επρόκειτο για εύπορη κατοικία. Το ισόγειο έχει περίγραμμα σχήματος Γ, με επιφάνεια περίπου 54 m2 και ελεύθερο ύψος 2.45 m. Περιλαμβάνει κεντρικό χώρο εισόδου, με δάπεδο από πατημένο χώμα και ξύλινη σκάλα που οδηγεί στον όροφο της οικίας, ενώ στον τοίχο υπήρχαν κρεμασμένα εργαλεία που οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν στις καθημερινές τους εργασίες. Εκ των δεξιών του ο επισκέπτης συναντά δωμάτιο που χρησίμευε ως χώρος για τα ζώα της οικογένειας, όπως υποδηλώνουν οι χαμηλές ξύλινες πόρτες που περιόριζαν τα ζωντανά, το άχυρο στους χώρους που περικλείουν, αλλά και η ύπαρξη ταΐστρας και ποτίστρας. Ακόμη, ο χώρος διέθετε δάπεδο επιστρωμένο με ημικατεργασμένες ξύλινες δοκούς, για λόγους καθαριότητας και απομάκρυνσης της λάσπης, αλλά ωστόσο αδρής κατασκευής καθώς επρόκειτο για δευτερεύοντα, μη κατοικήσιμο χώρο.

Ο Α’ όροφος έχει επίσης περίγραμμα σχήματος Γ, με επιφάνεια περίπου 54 m2 και ελεύθερο ύψος 2.3 m. Η πρόσβαση στον όροφο γίνεται μέσω ξύλινης σκάλας, η οποία οδηγεί σε διάδρομο. Από τον διάδρομο ο επισκέπτης έχει πρόσβαση στα δυο δωμάτια της οικίας, το ένα εκ των οποίων χρησίμευε ως χώρος παρασκευής φαγητού, όπως υποδηλώνει η εστία και οι εντοιχισμένοι χώροι για αποθήκευση σκευών. Στον ίδιο χώρο πιθανόν να κοιμούνταν και τα νεότερα μέλη της οικογένειας. Το δεύτερο δωμάτιο χρησίμευε ως χώρος ύπνου του ζευγαριού. Επιπλέον, στον άξονα του διαδρόμου προβάλλει ξύλινος στεγασμένος εξώστης επιφάνειας 3.6 m2, ο οποίος στηρίζεται σε ξύλινες δοκούς και διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση.

Σχετικά με το σύστημα κατασκευής του κτηρίου, αναφέρεται ότι ο φέρων οργανισμός του κτηρίου αποτελείται από το σύνολο των λίθινων περιμετρικών τοίχων του, που έχουν πάχος 0.6 m στο επίπεδο του ισογείου και 0.5 m στο επίπεδο του ορόφου. Στο εσωτερικό της οικίας υπάρχουν και τοίχοι κατασκευασμένοι από τσατμά, πάχους 0.10 m στο ισόγειο και 0.2 m στον όροφο.

Τα κουφώματα του κτηρίου (θύρες και παράθυρα) είναι ξύλινα, όπως και τα πατώματα που στηρίζονται σε δοκούς 0.12 μ επί 0.15 μ και επικαλύπτονται από τάβλες πλάτους 0.15 μ. Επιχρίσματα φέρουν οι λίθινοι τοίχοι στο εσωτερικό του κτηρίου, ενώ και σε όλη την εξωτερική επιφάνεια το κτήριο είναι ανεπίχριστο. Χρωματισμοί υπάρχουν στα κουφώματα του κτηρίου με ελαιοχρώματα και στην επιφάνεια των εσωτερικών τοίχων διακρίνεται σοβάς και λάσπη αναμεμειγμένη με άχυρα, για ενίσχυση του τσατμά. Σχετικά με την κατάσταση της κατασκευής του κτηρίου, αναφέρεται ότι το κτήριο έχει υποστεί φθορές κατά την πολυετή εγκατάλειψή του. Οι φθορές περιλαμβάνουν τοπικές καταστροφές των πατωμάτων εσωτερικά, απώλειες λίθων και ρωγμές στους εξωτερικούς τοίχους, καθώς και την απώλεια της αυθεντικής στέγης του κτηρίου. Ωστόσο έχει ληφθεί μέριμνα από τους ιδιοκτήτες ώστε να καλυφθεί με μεταλλική στέγη ώστε να περιοριστούν περαιτέρω φθορές. Παρ’ όλα αυτά το κτήριο βρίσκεται σε κατάσταση η οποία διατηρεί ευκρινή την παραδοσιακή δομή και την εικόνα του.