Δροσοπηγή

Μαρτυρία μιας ηλικιωμένης Ηπειρώτισσας για το σπίτι της

Μαρτυρία κατοίκου ορεινού χωριού της Ηπείρου κατά τη δεκαετία του '40:
"Το σπίτι ήταν πέτρινο, όπως ήταν τα σπίτια  τότε - εκτός  κι αν ήσουν πιο φτωχός, τότε έχτιζες τους τοίχους από λάσπη  και ξύλα όπως μπορούσες. Έμπαινες από δύο σκαλάκια στην αυλή - η πόρτα κάτω ήταν πάντα  ανοιχτή, δεν έμπαινε κάνεις, όλοι σε ήξεραν και τους ήξερες, όλοι έλεγαν "καλημέρα". Μετά προχωρούσες λίγο, κι εκεί έμπαινες στο σπίτι μας. Πρώτα στο ισόγειο, που εμείς το λέγαμε τα χρόνια εκείνα κατώι. Τι είχαμε μέσα; Τίποτα. Είχε κάτω χώμα πατημένο και η μάνα μου έβαζε εκεί τον αργαλειό και άλλα αναγκαία. Μετά ανέβαινες την ξύλινη σκάλα κι έφτανες στη σάλα, με δύο δωμάτια αντικριστά. Είχαν ξύλινο πάτωμα αυτά, και στο ένα κοιμόμαστε όλοι μαζί. Στο άλλο μαγείρευε η μάνα μου και μοσχοβολούσε το σπίτι. Είχαμε μια φωτιά στην άκρη, την εστία, και γύρω καθόμασταν όλοι μαζί, τρώγαμε μαζί και μιλούσαμε κάθε βράδυ. Βέβαια κοιμόμαστε νωρίς, γιατί φως ηλεκτρικό δεν είχαμε ακόμα - ξυπνούσαμε πρωί με τον ήλιο. Και η στέγη πως ήταν; Από πέτρες, και όταν έβρεχε και έσταζε βάζαμε καμία κατσαρόλα από κάτω, να μαζέψει τα νερά. Ήταν όμορφο αυτό το σπίτι. Αλλά στα δεκαπέντε μου έφυγα για την Αθήνα και επέστρεφα κάθε τόσο όσο ζούσαν οι γονείς μου. Μετά δεν ξαναπήγα, κι ούτε ξέρω τι γίνεται αυτό το σπίτι. Μπορώ να σου πω όμως σίγουρα ότι θα έχει φύγει η στέγη"