Δραπανιάς

Κτίριο 10

Το κτίριο 10, που στην πραγματικότητα πρόκειται για συγκρότημα κτιρίων βρίσκεται πάνω στο δρόμο που καταλήγει από τη βόρεια είσοδο του χωριού στην κεντρική του πλατεία, επομένως τοποθετείται στην βόρεια πλευρά του οικισμού, αρκετά κοντά στην κεντρική πλατεία του. (κτίριο 46 στον χάρτη) Το συγκρότημα πλέον αποτελεί ερείπιο, ωστόσο είναι εφικτή η συλλογή διάφορων πληροφοριών μέσω της εισόδου σε αυτό, και ιδιαίτερα λόγω της κακής κατάστασης του, και του απογυμνωμένου του σκελετού.

 

Η είσοδος γίνεται μέσω ενός υπαίθριου χώρου και αποτελείται από μονώροφους και διώροφους όγκους, κυρίως τετράγωνης κάτοψης. Αποτελεί λιθόκτιστη κατασκευή, αλλά ανάμεσα στον τρόπο διαχωρισμού των χώρων εδώ είναι εμφανής και ο μπαγδατότοιχος, που δεν αποτελεί φέρον στοιχείο της κατασκευής, αλλά πρόκειται για ένα απλό χώρισμα ανάμεσα σε διαφορετικούς χώρους, που αποτελείται από κατακόρυφους πασσάλους για οδηγούς, οι οποίοι διατρέχουν το ύψος του ορόφου, και που ανάμεσα τους προστίθενται καλάμια κόλλα και κονίαμα. Τα δάπεδα είναι ξύλινα, στηριζόμενα σε δοκάρια πακτωμένα στους φέροντες τοίχους. Στην πρώτη στάθμη απαντάται επίσης ένας εξώστης  ο οποίος δημιουργείται από την υποχώρηση του άνω ορόφου σε σχέση με το ισόγειο.

 

Πρόσβαση σε αυτόν γίνεται μέσω μιας εξωτερικής σκάλας που αποτελείται από ένα σωρό από μεγάλες πέτρες, πάνω στις οποίες έχουν σκυροδετηθεί μπετονένια πατήματα. Πιθανότατα η παλιά λιθόκτιστη σκάλα δεν άντεξε στο πέρασμα του χρόνου και επομένως η λύση της πρόσβασης στην πρώτη στάθμη αναζητήθηκε σε μεταγενέστερα μέσα και σε πιο πρόσφατη εποχή. Η στέγαση της στάθμης αυτής αποτελείται από ξύλινες δοκούς και δοκίδες, καλάμια αλλά και μια στρώση τσιμέντου. Η στέγη βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση καθώς είναι ετοιμόρροπη και τα ξύλινα δοκάρια έχουν λυγίσει πιθανότατα, πέρα από το πέρασμα του χρόνου, από το επιπλέον βάρος που προστέθηκε σε αυτά με την προσθήκη του τσιμέντου, το οποίο οριακά φαίνεται να στέκεται πάνω σε αυτήν χωρίς να την γκρεμίζει.

 

Ένα βασικό ζήτημα που είναι αρκετά δύσκολο να εξαγαγάγουμε συμπεράσματα πάνω σε αυτό, αποτελεί η μελέτη των ορίων ανάμεσα στα κτίσματα. Όταν κανείς εισέρχεται στο συγκρότημα, συναντά δύο ανοίγματα πορτών. Το αριστερό οδηγεί σε ένα χώρο ορθογωνικό που διαιρείται σε δύο τμήματα και στο βάθος παρατηρούνται ένας φούρνος και απομεινάρια ξύλινης σκάλας, ενώ το δεξί άνοιγμα οδηγεί σε ένα μικρό τετράγωνο χώρο σαν προθάλαμο, που συνδέεται με ένα μεγάλο δωμάτιο από το οποίο δημιουργούνται ποικίλες απορίες. Λείπει από αυτό η στέγαση, ωστόσο από τα σημάδια των τοίχων που έχουν απομείνει πιθανολογούμε πως δεν αναπτυσσόταν και σε δεύτερο επίπεδο καθ’ ύψος. Από αυτόν τον χώρο ωστόσο, όντας γκρεμισμένο το κτίριο, υπάρχει οπτική επαφή με την α’ στάθμη. Εκεί παρατηρούμε ένα ευρύχωρο δωμάτιο που επικοινωνεί με τον εξώστη, αλλά και μέσω του μπαγδατότοιχου με ένα χώρο που πιθανότατα είχε χρήση κουζίνας, καθώς υπάρχουν σχετικά στοιχεία όπως ράφια, αποθηκευτικοί χώροι κλπ.  Μια πιθανή εξήγηση για την διαμόρφωση αυτή είναι η ύπαρξη δύο ανεξάρτητων κτισμάτων του αριστερού όπως εισέρχεται κανείς και του δεξιά, τα οποία ωστόσο πιθανόν να είχαν κοινή περίφραξη, όπως έχει παραμείνει μέχρι σήμερα.

 

Το δεξί κτίσμα συνδέεται σαφώς με τον πάνω του ακριβώς όροφο, ωστόσο αυτή η άνω στάθμη θα μπορούσε να είναι και εντελώς ανεξάρτητη, καθώς στην υπαίθρια είσοδο, υπάρχει η χτιστή σκάλα που προαναφέρθηκε. Επομένως, παρατηρώντας την σύνδεση αυτών των δύο ορόφων αλλά και την τάση ανεξαρτητοποίησης ανάμεσα τους μπορούμε να κάνουμε την εικασία πως το τμήμα αυτό του συγκροτήματος κατοικούνταν από κάποια πολυμελή οικογένεια, ή δύο σχετιζόμενες οικογένειες. Το δεξί τμήμα του συγκροτήματος μάλλον αποτελούσε και αυτό κατοικία. Στον υπαίθριο χώρο της εισόδου, ο μικρός αυτός τετράγωνος όγκος πιθανότατα αποτελούσε αποθήκη, ίσως κοινόχρηστο μέσα στο συγκρότημα.