Τα αναπτύγματα έχουν γίνει σε ένα τμήμα του κύριου δρόμου που διασχίζει τον οικισμό. Ο δρόμος αυτός είναι περίπου ευθύγραμμος και χαρακτηρίζεται από μία ασθενή κλίση, ενώ “τρέχει” παράλληλα με το ποτάμι. Οι κατοικίες παρατάσσονται κατά μήκος του άλλοτε αφήνοντας πρασιά και άλλοτε όχι. Τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη, με τις αποστάσεις μεταξύ τους να ποικίλουν. Κατά κύριο λόγο οι αποστάσεις αυτές είναι της τάξεως του μισού με τρία μέτρα. Αρκετές φορές ξεπερνούν τα τρία μέτρα, ιδίως όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο του οικισμόυ ενώ συναντάμε και σπάνιες περιπτώσεις μεσοτοιχίας. Συνήθως τοποθετούνται κάθετα στον άξονα του δρόμου αλλά δεν λείπουν οι περιπτώσεις κτισμάτων που είναι τοποθετημένα διαγώνια. Ακόμη, υπάρχουν ορισμένες κατοικίες και πίσω από το μέτωπο στον δρόμο. Τα κτίρια του κεντρικού δρόμου καλύπτουν ένα χρονολογικό φάσμα της τάξεως των 120 χρόνων με κυρίαρχη την περίοδο του ’60. παρατηρώντας το ανάπτυγμα, η πλειοψηφία των κτισμάτων αναπτύσσεται σε δύο στάθμες ενώ μερικά είναι ισόγεια. Η είσοδος γίνεται είτε απευθείας από το επίπεδο του δρόμου είτε είναι 1-3 σκαλιά υπερυψωμένη. Το κυρίαρχο δομικό σύστημα είναι ο μπετονένιος φέροντας σκελετός με πλήρωση από οπτόπλινθους ενώ η στέψη γίνεται είτε με επίπεδα δώματα είτε με κεκλιμένες στέγες. Οι εξώστες, το σκάψιμο των όγκων, οι πέργκολες και οι εξωτερικές σκάλες είναι συχνά φαινόμενα. Τα ανοίγματα ποικίλουν στις αναλογίες τους όπως και τα κουφώματα στην υλικότητά τους. Τέλος, το πράσινο δεν λείπει από καμία αυλή και κυριαρχεί σε κάθε εξώστη.
Το ανάπτυγμα γίνεται στην γειτονιά της Αγίας Άννας και δείχνει την όψη της ομώνυμης εκκλησίας και του Κρυφού Σχολειού. Και τα δύο κτίσματα είναι της ενετικής περιόδους και βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Μπροστά τους, δημιουργείται πλάτωμα που παραμένει ανεκμετάλλευτο. Σε αυτό το σημείο ο οικισμός έχει πλέον αραιώσει και πλησιάζει στο τέλος του.