Ποταμίδα

Συμπεράσματα

Επιχειρώντας να κατανοήσουμε και να καταγράψουμε το χαρακτήρα του οικισμού της Ποταμίδας, με βάση ταιστορικά, περιβαλλοντικά, πολεοδομικά, χωρικά, κοινωνικά και ανθρώπινα δεδομένα, οδηγηθήκαμεστις σκέψεις που ακλουθούν.

Αρχικά, όπως αναφέρθηκε, ο οικισμός φαίνεται να συγκροτείται κατά κύριο λόγο μετά τη διάνοιξη του κεντρικού δρόμου (Επαρχιακής Οδού Καλουδιανών–Χρυσοσκαλίτισσας) το 1913, με κύρια αφετηρία της ανάγκες που αυτός θα κάλυπτε στους κατοίκους σε επίπεδο μεταφορών και επικοινωνίας με τις υπόλοιπες περιοχές της Κισσάμου. Συνεπώς τα παλιά κτίρια ιστορικού χαρακτήρα είναι περιορισμένα σε αριθμό, ενώ αυτά που αναπτύσσονται κατά μήκος του δρόμου συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την οικοδομική δραστηριότητα των δεκαετιών του ’50 και ’60, κατά την οποία είτε οικοδομήθηκαν εξ’ολοκλήρου είτε ανακατασκευάστηκαν με κατ’επέκταση και καθ’ύψος προσθήκες σε προϋπάρχοντα κελύφη. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο οικισμός χαρακτηρίστηκε από την πολιτεία μη περιαστικός ή τουριστικός, αδιάφορος , στάσιμος, μεσαίος και αντιμετωπίστηκε από αυτή με ελάχιστη μέριμνα και έλλειψη οργανωμένου πολεοδομικού σχεδίου, αποτέλεσαν τις βασικές παραμέτρους που διαμορφώνουν την εικόνα του σήμερα. Όπως έγινε αντιληπτό και από την προσπάθεια διερεύνησης αρχιτεκτονικής τυπολογίας στα κτίρια της Ποταμίδας, δεν υπάρχει κάποιος τύπος κτιρίου που να επαναλαμβάνεται αυτούσιος ως κοινό βασικό χαρακτηριστικό της, παρά μόνο μεμονωμένα μορφολογικά στοιχεία που συνδέονται με της οικοδομικές τάσεις της κάθε εποχής. Το πιο βασικό ίσως τυπολογικό στοιχείο που παρουσιάζεται κατ’ επανάληψη στα κτίρια, τόσο στα ισόγεια όσο και στους ορόφους, είναι το γωνιακό υποστύλωμα συχνά κυκλικό, που σηματοδοτεί συνήθως χώρο εισόδου που βρίσκεται σε εσοχή ως προς τον κτιριακό όγκο. Η δόμηση, λοιπόν, παρουσιάζεται άναρχη και αυθαίρετη, καθώς διαμορφώθηκε με βάση ατομικές πρωτοβουλίες που στόχευαν στην κάλυψη αυξανόμενων αναγκών μέσω προσθηκών και επεμβάσεων, και όχι σύμφωνα με ένα ευρύτερο πολεοδομικό σχέδιο. Αποτέλεσμα αυτού, είναι ότι δεν υπάρχει ένας κοινός κτιριακός χαρακτήρας . Ταυτόχρονα δεν παρατηρείται κάποια προσπάθεια συνέχισης των ιστορικών χαρακτηριστικών παλιότερων οικισμών της ενετικής και οθωμανικής περιόδου ή της παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Η στάση των κατοίκων των κατοίκων απέναντιστον οικισμό, αποτελεί παράγοντα μεγάλης σημασίας καθώς οι παρεμβάσεις των ιδίων αποτέλεσαν τον βασικό συντελεστή στην εξέλιξη και την εικόνα του σήμερα.Παρά το γεγονός ότι κύριο κριτήριο δόμησης αποτέλεσε η κάλυψη των αναγκών κατοίκησης, είναι εμφανής η μέριμνα του πληθυσμού της Ποταμίδας για τη διασφάλιση μιας αξιοπρεπούς οικιστικής εικόνας. Αρχικά, παρατηρείται μία τάση που διαμορφώνεται τις τελευταίες δεκαετίες και με πρωτοβουλία αποκλειστικά των κατοίκων, για την διαφύλαξη ιστορικών τοπόσημων που περιλαμβάνει ο οικισμός (μετατροπή του σχολείουσε μουσείο και αποκατάσταση και ανάδειξη του παλαιού μύλου ως χώρου πολιτισμικού ενδιαφέροντος). Παράλληλα σε επίπεδο ιδιοκτησιών, παρατηρείται σημαντική φροντίδα της κοινότητας για εξασφάλιση καθαριότητας, υγιεινής και αισθητικής εικόνας, μέσα από την καλή διατήρηση των κτιριακών κελυφών και την επιμελημένη φύτευση και διαμόρφωση των αυλών. Ιδιαίτερη μέριμνα δε, παρατηρείται στις όψεις που βρίσκονται στο μέτωπο του κεντρικού δρόμου, εφόσον πρόκειται για μία πολυσύχναστη, τουριστική οδό κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τους δημόσιους χώρους , διαφαίνεται μία έλλειψη κεντρικών σημείων συνάθροισης και εκτόνωσης των κατοίκων, πέρα απ τον υπαίθριο διαμορφωμένο χώρο του σχολείου, ενώ η εξωτερική διαμόρφωση περιορίζεται αποκλειστικά στο επίπεδο της ιδιοκτησίας. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι κατά τη δόμηση και τη διαμόρφωση υπερίσχυσε η ατομικές ανάγκες έναντι της συλλογικότητας.

Μία σημαντική παρατήρηση που δεν μπορεί να παραληφθεί και αφορά την κτιριακή και πολεοδομική συγκρότηση του οικισμού, είναι η σχέση του δομημένου περιβάλλοντος με το αδόμητο φυσικό περιβάλλον, καιτο κατά πόσο η οικοδομική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε μετά την διάνοιξη του δρόμου, σεβάστηκε ή προσπάθησε να ενταχθεί με τον φυσικό πλούτο της περιοχής. Η Ποταμίδα, ως γεωγραφική περιοχή , χαρακτηρίζεται από ένα πλούσιο φυσικό περιβάλλον με έντονη βλάστηση. Η φυσική της υπόσταση ενισχύεται από την ύπαρξη του ποταμού αλλά και ένα μοναδικό φυσικό φαινόμενο,τοπόσημο για την ευρύτερη περιοχή, τους κωμόλιθους, το πέτρωμα των οποίων χρησιμοποιήθηκε σε παλαιότερες εποχές ως οικοδομικό υλικό στην Ποταμίδα και τους γύρω οικισμούς. Τα χαρακτηριστικά της αυτά, αν και δεν έχουν δεχθεί παρεμβάσεις , δεν φαίνεται να έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς. Η δραστηριότητα της δόμησης, που όπως αναφέραμε, καθορίστηκε κυρίως από τις οικιστικές ανάγκες , δεν φαίνεται να προσπαθεί να προσαρμόσει και να εντάξει τα κτίρια, τόσο σε επίπεδο μορφής και δομικών υλικών, όσο και λειτουργικότητας , στο ευρύτερο φυσικό τοπίο δημιουργώντας ένα αρμονικό, οργανικά συγκροτημένο σύνολο. Τα κτίρια διαμορφώνονται με μορφολογικά χαρακτηριστικά, οικοδομικές τεχνικές και υλικά που κάλλιστα θα μπορούσαν να συναντηθούν σε ένα αστικό κέντρο, ενώ η διάταξή τους δεν επιτρέπει θέες και χώρους εκτόνωσης, δημόσιους ή ιδιωτικούς που να αξιοποιούν π.χ. το υπέροχο θέαμα των κωμολίθων, που αντί να λειτουργήσει ως βασικός άξονας σχεδιασμού, αποτέλεσε ένα παθητικό σκηνικό στον ορίζοντα. Θα μπορούσαμε, δε, να αναρωτηθούμε ακόμα και για την καταλληλότητα στην επιλογή της τοποθεσίας του οικισμού στο συγκεκριμένο τμήμα της περιοχής, αφού η ανάπτυξή του ακριβώς δίπλα στον ποταμό δημιούργησε προβλήματα υγρασίας στους κατοίκους, σύμφωνα με μαρτυρίες των ιδίων.

Τέλος, σημαντικό σε κοινωνικό επίπεδο, θα ήταν να αναφερθεί, ότι ο οικισμός δεν αποτελεί μία αυτόνομη οικιστική ενότητα. Η ανυπαρξία εμπορικών καταστημάτων, χώρων εστίασης και συνάθροισης (πέρα από τα δύο καφενεία με περιορισμένα ωράρια), υπηρεσιών, χώρων εκπαίδευσης (ακόμα και το σχολείο που υπάρχει έχει πάψει πλέον τη λειτουργία του και λειτουργεί αποκλειστικά σαν μουσείο) σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη του οικισμού από της νεώτερες γενιές που τον αξιοποιούν πλέον μόνο ως καλοκαιρινό θέρετρο διακοπών, αποπνέουν μία αίσθηση έλλειψης προσδοκιών για ανάπτυξη και εξάρτησης από την πρωτεύουσα της Κισσάμου, το Καστέλλι.

Συνοψίζοντας, παρατηρείται ότι ο οικισμός της Ποταμίδαςαναπτύχθηκε και συνεχίζει να αναπτύσσεται σε μια ευνοημένη γεωγραφικά περιοχή, και ένα πλούσιο φυσικό περιβάλλον. Παρ’όλα αυτά, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οικοδομήθηκε καθιστούν την συγκρότησή του αμήχανη, χωρίς ένα γενικό, ιστορικό ή αρχιτεκτονικό τυπολογικό χαρακτήρα. Η αδιαφορία της πολιτείας και η ανάγκη τον κατοίκων να εξασφαλίσουν από μόνοι τους ένα λειτουργικό τρόπο κατοίκησης, χωρίς κάποια ευρύτερη πολεοδομική ή αρχιτεκτονική καθοδήγηση, οδήγησε σε ένα δομημένο περιβάλλον χωρίς χαρακτήρα, με έλλειψη συνοχής και ομοιομορφίας συνόλου,που δεν αξιοποιεί επαρκώς το φυσικό περιβάλλον και δεν εντάσσεται καταλλήλως στο τοπίο . Παράλληλα, η έλλειψη δημόσιων χώρων εκτόνωσης υποδηλώνει μία κοινωνική συγκρότηση που βασίζεται κυρίως στην εστίαση του ενδιαφέροντος στην ιδιοκτησία και όχι στησυλλογική οικοδομική λογική, ενώ η εξάρτηση του οικισμού από το Καστέλλι μειώνει πιθανές δυνατότητες ανάπτυξής του. Ωστόσο, η μέριμνα των κατοίκων για τα τοπόσημα και το αισθητικό αποτέλεσμα των κατοικιών , την επιμέλεια των αυλών και των περιβολιών που αναδεικνύει τη βλάστηση της περιοχής, συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας αξιοπρεπούς οικιστικής εικόνας, ενώ ή διάθεσή που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται δημιουργεί ίσως προϋποθέσεις για τη μελλοντική εξέλιξή του.