Δημητσάνα (Τμήμα Α)

Γενική Εικόνα | Σχέση με το Φυσικό Περιβάλλον

Ανάγλυφο -Αφαιρετική Απόδοση Φυσικού ΤοπίουΓεωλογία ΑναγλύφουΝυχτερινή Απόδοση του ΟικισμούΆποψη του Οικισμού Άποψη του Οικισμού Ανάγλυφο του οικισμού - Άποψη από την Αγία ΠαρασκευήΆποψη του οικισμούΟικιστική Ανάπτυξη σε σχέση με το Ανάγλυφο

 Η Δημητσάνα, μια ιστορική κωμόπολη γνωστή ήδη από το 10ο αιώνα, πλέον ένας διατηρητέος οικισμός, απλώνεται αμφιθεατρικά χτισμένη πάνω στους δύο αντικριστούς λόφους της Αγίας Παρασκευής και του Κάστρου, πάνω από το φαράγγι του Λούσιου ποταμού. Ο οικισμός αποκαλύπτεται μέσα από τη διαμόρφωση του φυσικού αναγλύφου, με τον κεντρικό οδικό άξονα να τον διχοτομεί. Εκατέρωθεν του δρόμου, η δόμηση είναι ιδιαίτερα πυκνή ενώ προς τους δύο λόφους τα κτίρια αναπτύσσονται αραιά και χωροθετούνται διάσπαρτα στα σημεία όπου η ανώμαλη διαμόρφωση του εδάφους το επιτρέπει. Περιβαλλόμενος από διαφορετικές φυσικές ανυψώσεις του εδάφους, ο οικισμός εκτείνεται προς κάθε πιθανή κατεύθυνση όντας ένα με τη φύση. Το κτιστό συνυπάρχει ομαλά με το φυσικό ανάγλυφο, αναδεικνύοντας το ένα το άλλο. Το φυσικό κάλλος της περιοχής αντικατοπτρίζεται στον οικιστικό χαρακτήρα του χωριού. Οι επιταγές του τόπου και των θερμοκρασιακών συνθηκών έχουν διαμορφώσει ανάλογα την μορφολογική και οικοδομική διαμόρφωση των κτισμάτων στο χρόνο. Η Δημητσάνα αποτελεί ένα παράδειγμα από τα δεκάδες που υπάρχουν στην ορεινή περιοχή της Αρκαδίας, στο οποίο απεικονίζεται ξεκάθαρα η προσπάθεια του ανθρώπου να συσχετιστεί με τον τόπο στον οποίο καλείται να επιβιώσει και εν συνεχεία να κατοικήσει. Μέσα από το σεβασμό στη φύση προβάλλει μια παραδοσιακή αρχιτεκτονική, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τόπο και παραμένει διαχρονική, γι' αυτό και μελετάται ακόμα. Η θέα της κοιλάδας την οποία διατρέχει ο ποταμός Λούσιος λειτουργεί συνάμα αντιστικτικά με την εικόνα του χωριού. Λιθόκτιστα οικοδομήματα, λιθόστρωτα δρομάκια, πλατώματα, γεφύρια,, μπαρουτόμυλοι και νεροτριβές συνθέτουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Δημητσάνας. Επί του κεντρικού οδικού άξονα αναπτύσσονται κυρίως κτίρια με εμπορικό και δημόσιο χαρακτήρα, ενώ προς τις παρυφές των λόφων υπάρχουν αποκλειστικά κατοικίες. Κατά βάση, τα κτίρια, πλατυμέτωπα ή στενομέτωπα μακρυνάρια, τετράγωνα ή σχήματος ‘’γάμμα’’, αναπτύσσονται σε δύο ορόφους, ενώ υπάρχουν και πύργοι, τετραγωνικής κυρίως κάτοψης, οι οποίοι είναι τριών εώς πέντε ορόφων. Αυτά τα ψηλά, πολυώροφα κτίσματα παλαιότερα ανήκαν σε εξέχουσες οικογένειες ή σημαντικές προσωπικότητες και πλέον λειτουργούν ως μνημεία και σημεία αναφοράς του χωριού. Κάποια από αυτά είναι η κατοικία του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, η κατοικία του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ο πύργος Ξενίου και το αρχοντικό Αντωνόπουλου. Η πλειοψηφία των κτισμάτων έχει κατασκευαστεί από ντόπιους τεχνίτες, οι οποίοι έδωσαν απλές και πρακτικές λύσεις σε διαφορετικά οικοδομικά ζητήματα, οι οποίες εμπεριέχουν και μορφολογικές προθέσεις. Οι θόλοι και τα τόξα, οι μεταλλικές συνδέσεις των λίθων, οι ξυλοδεσιές, ο τρόπος στήριξης στους εξώστες και στα πατώματα, αλλά και οι αμοίβοντες ή κόρδες στις στέγες αποτελούν μερικές μονάχα από τις κατασκευαστικές τους επινοήσεις. Θολωτά υπόγεια ή ειδικά διαμορφωμένοι ξεχωριστοί χώροι, προορίζονταν συνήθως για την αποθήκευση τροφίμων και την στέγαση των ζώων. Σε πολλά από τα κτίσματα, παρατηρούνται σήμερα παρεμβάσεις και προσθήκες, που ενίοτε λειτουργούν και ως αλλοιώσεις. Εντός του αρνητικού χώρου που ορίζει το σύνολο του κτιστού περιβάλλοντος, διαμορφώνονται οι κενοί χώροι των πλατειών, των πλατωμάτων και των αυλών, ιδιωτικών και δημοσίων. Αυτά τα σημεία αποτελούν συνήθως σημεία θέασης του τοπίου που περιβάλει τον οικισμό και λειτουργούν ως χώροι εκτόνωσης της κίνησης και ενίσχυσης της διεπαφής των ανθρώπων. Είτε είναι δημόσιοι χώροι είτε ιδιωτικοί, η διαμόρφωσή τους εξαρτάται από το ανάγλυφο και τους κτιριακούς όγκους με τους οποίους γειτνιάζουν. Ιδιαίτερη σημασία έχουν η πλακοστρωμένη πλατεία στο κέντρο του χωριού, τα πλατώματα- αυλές- των εκκλησιών καθώς και ο προαύλιος χώρος του σχολείου του χωριού.