Τα κτίσματα της Στεμνίτσας είναι λόγω της πετρόκτιστης κατασκευής τους, κατά γενικό κανόνα ιδιαίτερα ανθεκτικά στο χρόνο και τη φθορά του. Η επιλογή της πέτρας, η οποία μάλλον συνδέεται με την τοποθεσία του οικισμού σε βραχώδη τόπο, που προσφέρει αφθονία υλικού, έχει συνεισφέρει στη δημιουργία κατασκευών μεγάλης μηχανικής αντοχής. Οι κατασκευές αυτές, κινδυνεύουν μόνο σε περιπτώσεις κακοτεχνίας (κακή αρμολόγηση, κακή λάξευση κλπ.) και σεισμικής καταπόνησης. Τα σημεία με ανοίγματα, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερο χειρισμό από άποψη στατικής επίλυσης επιδέχονται ιδιαίτερης επεξεργασίας. Στο παρελθόν τα ανοίγματα ήταν μικρά ώστε να μπορούν να αντέξουν τα φορτία ενώ αργότερα η λύση δόθηκε από καμάρες, που εξασφάλιζαν καλύτερη κατανομή των φορτίων και έδιναν τη δυνατότητα για δημιουργία μεγαλύτερων ανοιγμάτων. Το υλικό που παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα, κυρίως στις κλιματικές μεταβολές, είναι το ξύλο, το οποίο χρησιμοποιείται στις ξυλοδεσιές, τα πατώματα, τους εξώστες, τους εσωτερικούς τοίχους και τις στέγες. Δεν είναι τυχαίο ότι στα ερειπωμένα σπίτια διατηρείται συνήθως ο βασικός πέτρινος σκελετός, ενώ έχουν καταρρεύσει η στέγη και τα πατώματα. Το ξύλο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στην υγρασία, τους μύκητες και τη συστολοδιαστολή και η διάρκεια ζωής του, ειδικά στην περίπτωση που εξετάζουμε, όπου για παράδειγμα η υγρομόνωση είναι ανύπαρκτη, είναι σαφώς μικρότερη. Επομένως η χρήση των ξύλινων δομικών στοιχείων αποτελεί την κύρια παθογένεια των παραδοσιακών κτισμάτων της Στεμνίτσας.