Το τοπικό δομικό σύστημα του οικισμού χαρακτηρίζεται από την λίθινη φέρουσα κατασκευή, την ξύλινη στέγη, τρίριχτη ή τετράριχτη, τις ξύλινες κατσκευές δαπέδων και εξωστών καθώς και τις χαρακτηριστικές τυπολογίες όπως αυτές αναλύθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η παθολογία των κτισμάτων του οικισμού έγκειται, όπως είναι αναμενόμενο, στα ειδικά χαρακτηριστικά του τρόπου δομής και των υλικών κατασκευής, της λίθου και του ξύλου.
Προβλήματα εντοπίζονται σε όλα τα τμήματα της κατασκευής τόσο στις τοιχοποιίες όσο και στις στέγες με καθοριστικά αίτια την εισχώρηση νερού ή την διαφορική καθίζηση του εδάφους. Γενικευμένα θα μπορύσαμε να πούμε ότι το κτήριο καταρρέει από πάνω προς τα κάτω και από το εσωτερικό της τοιχοποιίας προς τα έξω.
Οι κατακόρυφες λίθινες επιφάνειες των τοίχων χαρακτηρίζονται από τον μηχανικό τρόπο σύνδεσης των επί μέρους τοιχοποιιών στις γωνίες με τη χρήση γωνιόλιθων και από τον χημικό τρόπο σύνδεσης των λίθων που συναποτελούν την τοιχοποιία με τη χρήση κονιάματος.
Σε περίπτωση εισχώρησης νερού στο εσωτερικό της, γεγονός που είναι και η κυριότερη αιτία κατάρρευσης, η τοιχοποιία αρχίζει να δυαλύεται από μέσα προς τα έξω. Ο μηχανικός τρόπος σύνδεσης που επιτυγχάνεται με τους γωνιόλιθους δημιουργεί ισχυρό δέσιμο. Ως αποτέλεσμα οι περιπτώσεις αστοχίας που παρατηρούνται αφορούν αποκόλληση μεταξύ δύο τμημάτων του τοίχου ακριβώς δίπλα από το γωνιακό δέσιμο, στην σχετικά πιο αδύναμη τοιχοποιία, λόγω του ευαίσθητου στο νερό κονιάματος. Ευαίσθητα σημεία αποτελούν επίσης οι θέσεις των καμινάδων, καθώς είναι θέσεις ασυνέχειας της τοιχοποιίας.
Τέλος, η χημική σύνδεση που επιτυγχάνεται με το κονίαμα, φθίνει στον χρόνο αν δεν υπόκειται σε τακτική συντήρηση.
Παραλληλα σε περίπτωση καθίζησης, το αδύναμο σε αυτήν την περίπτωση κονίαμα σε συνδυασμό με την ανυπαρξία βαθιάς θεμελίωσης, οδηγεί και πάλι στην αποκόλληση τμημάτων της τοιχοποιίας και προφανώς στην μετακίνηση, αν όχι σε κατάρρευση.
Η διαμόρφωση των ανοιγμάτων ως άμεσο επακόλουθο της λίθινης κατασκευής γίνεται είτε με ευθύγραμμο πρέκι (ξύλινο, λίθινο), είτε με τοξωτό λίθινο πρέκι.
Στην πρώτη περίπτωση, το ασυντήρητο ξύλο συνήθως σαπίζει δημιουργώντας προβλήματα στην ακεραιότητα των ανοιγμάτων οπότε και αντικαθίσταται πολλές φορές ακόμη και από στοιχεία σκυροδέματος. Ακόμη και στην περίπτωση που το ευθύγραμμο πρέκι είναι λίθινο, εμφανίζεται αστοχία αν προηγουμένως έχει αστοχήσει η τοιχοποιία. Στην δεύτερη περίπτωση, της τοξωτής διαμόρφωσης του ανοίγματος όπου επιτυγχάνεται μηχανική στερέωση, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις που ακόμη και αν η τοιχοποιία έχει σε μεγάλο βαθμό αποσαθρωθεί, το τοξωτό άνοιγμα στέκει ακέραιο.
Στις στέγες τα προβλήματα που παρατηρούνται τόσο λόγω του νερού όσο και λόγω εδαφικής καθίζησης είναι κοινά.
Ως φορείς κατά κανόνα υπερστατικοί, ανεξάρτητα από τον τύπο τους (αντιστηριζόμενη, επικαθήμενη, ζευκτό), οι στέγες δύσκολα καταρρέουν.
Ωστόσο η απώλεια των κεραμιδιών και του πετσώματος επτρέπει στο νερό να εισχωρήσει προκαλώντας προβλήματα στην τοιχοποιία και φθορά στο ξύλο. Ο φορέας σε συνδυασμό με την αποσαθρωμένη, λόγω νερού, τοιχοποιία, βρίσκει νέα ισορροπία έως ότου καταρρεύσει εντελώς. Η αστοχία που παρατηρείται συνήθως στη στέψη των κτηρίων και που επιδιορθώνεται κατά κανόνα με μπετονένια δεσίματα όφείλεται σε αυτήν ακριβώς την ύπαρξη νερού στο εσωτερικό.
Σε περίπτωση καθίζησης, όπου η τοιχοποιία μετακινείται με ανομοιόμορφο τρόπο, ο ενιαίος φορέας της στέγης μπορεί ακόμη και να παραμείνει άθικτος ή να βρει νέα ισορροπία. Τα προβλήματα θα επέλθουν και πάλι από την εισχώρηση νερού λόγω της φθοράς της στέγης.