Εξέλιξη του Οικισμού στον Χρόνο
Ο χάρτης της Καρύταινας ερμηνεύεται μέσα από τις χρονικές φάσεις ανάπτυξης του οικισμού. Ακολουθώντας τα αρχαία ίχνη δρόμων που συνδέουν τον οικισμό με το ποτάμι και τις γύρω εύφορες περιοχές φτάνουμε στην αρχή του μίτου, στον 10ο αιώνα μ.Χ. όπου, αναμφισβήτητα, ισχυρή είναι η παρουσία του Κάστρου (1250 μ.Χ.), και της εκκλησίας του Αγίου Αντρέα της ίδιας χρονολογίας, που συγκροτούν τους πυρήνες μετέπειτα εξέλιξης του οικισμού.
Στις αρχές του 13ου, όταν η Καρύταινα μετατράπηκε σε βαρωνία των Φράγκων, το κάστρο απέκτησε έντονο φρουριακό χαρακτήρα. Τότε σημειώνονται:
- α) η οικοδόμηση της μεγάλης γέφυρας του Αλφειού, που εξυπηρετεί την ανάγκη σύνδεσης του οικισμού με τους αγρούς και τα γύρω χωριά,
- β) η κατασκευή του καμπαναριού της Ζωοδόχου Πηγής [εκκλησίας στην περιοχή μελέτης Γ, βλ. Χάρτη Περιοχών και Τοποσήμων], και
- γ) η οικοδόμηση τεσσάρων τουλάχιστον σπιτιών μέσα στα όρια του κάστρου. Αυτό το τελευταίο, τουλάχιστον για αυτή την χρονική φάση, ενισχύει στο κάστρο της Καρύταινας τον χαρακτήρα που είχαν οι αρχαίες ακροπόλεις.
Αξίζει να σημειωθεί πως η μοναδική πρόσβαση στο κάστρο, πραγματοποιούνταν από την ανατολική μεριά του λόφου, δίνοντας έτσι μεγάλη βαρύτητα στο εναρκτήριο σημείο αυτού του μονοπατιού, που βρίσκεται στην περιοχή μελέτης Α. Επιπλέον, έχει σημειωθεί πως η φραγκική συνοικία συμπυκνώθηκε στον απέναντι από τον κάστρο, λόφο, του Αϊ-Λια ή αλλιώς Αχρειοβούνι. Διόλου τυχαία είναι η επιλογή εγκατάστασης των κατακτητών στο λόφο του Αϊ-Λια, καθώς κατοικώντας σε υπερυψωμένο λόφο, εξασφάλιζαν, μέσω των πολλαπλών οπτικών σχέσεων, τον έλεγχο της γύρω περιοχής και των κατοίκων της . Ταυτόχρονα, είχαν άμεση οπτική φυγή στο κάστρο, το σύμβολο της εξουσιάς τους. Τέλος, αξίζει να επισημανθεί η παρουσία του Παλατιού, ως σημείο ιστορικής αναφοράς, που βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Αλφειού και άνηκε στους Φράγκους ηγεμόνες.
Το
1324 η περιοχή εντάχθηκε στο
δεσποτάτο του Μυστρά, γεγονός που επηρέασε και την αρχιτεκτονική της Καρύταινας. Στο μονοπάτι προς το κάστρο χτίζεται ο
πύργος του Ματζουρανόγιαννη, χαρακτηριστικό δείγμα βυζαντινού πύργου, τόσο στη τυπολογία (φρουριακός χαρακτήρας), όσο και στη μορφολογία και την οικοδομική τεχνική – συνδυασμός λίθου και πλίνθου, πλίνθινα τόξα. Την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκε η ανοικοδόμηση της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, όπως και
ο Άγιος Νικόλαος [εκκλησία στην περιοχή μελέτης Α,
βλ. Χάρτη Περιοχών και Τοποσήμων].
Η κατάκτηση από τους Τούρκους πραγματοποιήθηκε σε δυο διαφορετικές φάσεις, με πιο χαρακτηριστική την δεύτερη
(1715-1821). Από τα πρώτα χρόνια της
Τουρκοκρατίας η Καρύταινα δείχνει να ακμάζει, εκμεταλλευόμενη την οικονομικής και στρατηγικής σημασίας γεωγραφική της θέση. Οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν και αυτοί στο λόφο του Άϊ Λια, όπου υπήρχε και το ιστορικό σπίτι του βοεβόδα της περιοχής, (βοϊβοντάριο), όπως συνάγεται από την εισαγωγή του τοπωνυμίου ‘Τουρκομαχαλάς’ στην περιοχή. Άλλα κτίσματα της εποχής ήταν το
Χαμάμ, το οποίο βρισκόταν μακριά από το κέντρο του χωριού, στον άξονα κίνησης πρός την γέφυρα του Αλφειού και η
Κρήνη Σπολάτη, σημαντικός χώρος συγκέντρωσης για την κοινωνία της εποχής. Επίσης, στις περιοχές μελέτης Γ, Δ αναγείρονται 2
πυργόσπιτα, του
Κουντάνη (τούρκικο όνομα) και της
Λεβένταινας τα οποία τυπολογικά συγγενεύουν με τον βυζαντινό σπίτι του Μαντζουρανόγιαννη. Επιπλέον, γνωρίζουμε από προφορικές συνεντεύξεις σημερινών κατοίκων, πως το διοικητικό κέντρο της κατακτημένης περιοχής βρισκόταν στην περιοχή μελέτης Α και συγκεκριμένα στα κτήρια φρουριακού χαρακτήρα, όπως τα κτήρια στην άνοδο προς το Κάστρο [
βλ. αποτύπωση Κτυρίου Τύπου 8]. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με τη δημογραφική καταγραφή του
1512, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου με το κύριο νεκροταφείο του χωριού, ήταν ο πυρήνας της
εβραϊκής γειτονιάς.
Στον Αγώνα του 1821, η Καρύταινα έπαιξε σπουδαίο ρόλο με πρωταγωνιστικής σημασίας την παρουσία του Θ. Κολωκοτρώνη. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος χρησιμοποιούσε το κάστρο ως στρατηγείο ενώ η οικία που έμεινε από το 1821 – 1827 βρισκόταν κοντά σε αυτό, δίπλα στην Παναγιά του Κάστρου. Επιπλέον, φημολογείται πως η αδερφή του έμενε στον πύργο της Λεβένταινας. Ο Μύλος της Καβιάς που βρίσκεται κάτω από τη μεγάλη σπηλιά, στις όχθες του Αλφειού λειτούργησε ως καταφύγιο στην περίφημη μάχη του Αγίου Αθανάσιου, του Μαρτίου 1821.
Μετά την απελεθεύρωση, ο γεωργικός χαρακτήρας της Καρύταινας είναι πλέον εμφανής, στην καταγραφή καλλιεργήσιμων στρεμμάτων, εθνικής ή ιδιοκτήτης μορφής (ξηρικής ή ποτιστικής, αμπελώνες, μουριές, ελιές). Ένα από τα πρώτα κτίσματα που σηματοδοτούν την πρώτη περίοδο του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είναι το Σχολαρχείο, που οικοδομείται το 1830 δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής πολιτικής του Καποδίστρια. Στην ίδια καταγραφή σημειώνονται 38 πύργοι, οίκοι, 4 μύλοι κατά μήκος του Αλφειού και 3 βρύσες. Στον δρόμο προς το ποτάμι, σε μεγάλη υψομετρική διαφορά ως προς το διάσελο των δυο λόφων, στην περιοχή μελέτης Β, καταγράφονται πολλά σπίτια που χρονολογούνται από το 1850 και μετά, με εξέχον παράδειγμα το αρχοντικό κτήριο τυπολογίας Γ.
Στα τέλη του 20ου αιώνα, η Καρύταινα διαθέτει μια σειρά από υπηρεσίες Ειρηνοδικείο, Υποθηκοφυλακείο, Αστυνομικό τμήμα, Ταχυδρομείο, με μόνιμους κατοίκους το 1981, 304 άτομα.
Τρόπος Ανάπτυξης Οικισμού
Από τη μελέτη των χρονικών φάσεων εξέλιξης του οικισμού και την τεκμηρίωση των σχετικών συμπερασμάτων, διαπιστώνουμε πως το κάστρο πάνω στον προστατευμένο λόφο και η περιοχή από όπου ξεκινά η ανάβαση σε αυτό, ήταν ο αρχικός πυρήνας οικοδόμησης μιας οικιστικής ζώνης, η οποία επεκτάθηκε με κυκλική φορά προς την ανατολικά, ορίζοντας έτσι την περιοχή μελέτης Α. Σημαντική παράμετρος που δεν πρέπει να παραβλεφθεί είναι το δίκτυο αγροτικών δρόμων, τα αμετάβλητα από την αρχαιότητα ίχνη στην τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής, τα οποία συνέδεαν τον οικισμό με την ενδοχώρα με τους αγροτικούς και υδρευτικούς της πόρους. Τα γεωμετρικά-τοπογραφικά χαρακτηριστικά των δρόμων προκύπτουν από την ανάγκη για ομαλότερη δυνατή κλίση κατά την ανάβαση, όπου ο μεγαλύτερος σε πλάτος δρόμος χρησιμεύει για τα κάρα, ενώ οι υπόλοιποι για τους πεζούς. Σε επόμενη φάση ανάπτυξης πρέπει να έγινε η επέκταση στο απέναντι από τον λόφο του κάστρου ύψωμα, το γνωστό ως ‘Αχρειοβούνι’. Η άρθρωση των δυο αυτών φυσικών λόφων πραγματοποιείται μέσω του κεντρικού δρόμου Μεγαλούπολης – Καρύταινας, που σήμερα λειτουργεί ως ο κεντρικός άξονας κίνησης αυτοκινήτων. Στοιχείο που ενισχύει αυτήν την άποψη , εκτός από τις ιστορικές μαρτυρίες για την εγκατάσταση των Φράγκων και Τούρκων κατακτητών, είναι η διαφορετική πυκνότητα κτηρίων, καθώς και η πρόβλεψη της υπερυψωμένης πλατείας της Ευαγγελίστριας, χώρος συγκέντρωσης για το χωριό. Έτσι, πριν τον 14ο αιώνα, ο βασικός πυρήνας κατοίκισης προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο στη χαμηλή έκταση ανάμεσα στους δυο λόφους, διασφαλίζοντας άμεσες σχέσεις θεάσεων μεταξύ του ενός και του άλλου, καθώς και στην στροφή προς την ανατολική μεριά που πραγματοποιείται στην περιοχή Α.
Αύτη την στροφή αξιοποιούν οι επόμενες φάσεις ανάπτυξης του οικισμού, που χαρακτηρίζουν τις περιοχές μελέτης Γ, Δ, δίνοντας έτσι την αίσθηση πως ο οικισμός αναπτύχθηκε περιμετρικά του λόφου του κάστρου. Ουσιαστικά, η περιοχή μελέτης Α περιελάμβανε στα όρια της την βυζαντινή εκκλησία - νεκροταφείο της Ζωοδόχου Πηγής, δίνοντας έτσι ώθηση στην γένεση της περιοχής Γ, η οποία αναπτύχθηκε γραμμικά σε σχέση με την περιοχή Α. Αυτό δεν σημαίνει πως η ανάπτυξη της περιοχής Γ είναι γραμμική, αφού χαρακτηρίζεται κυρίως από κυτταρική ανάπτυξη – με τη μορφή διαδοχικών δακτυλίων, η χάραξη των οποίων είναι προσαρμοσμένη στο τοπίο ανάλογα με την κλίση του εδάφους. Αντίθετα, η περιοχή Δ, στο δυτικό τμήμα του λόφου, αξιοποίησε μια σχετικά ήπια κλίση που δημιουργείται για την ανάπτυξη της, η οποία είναι και το τελευταίο κατοικημένο πλάτωμα στο ευρύτερο τοπίο. Η ανάπτυξη που χαρακτηρίζει αυτήν την περιοχή είναι γραμμική, και υποστηρίζεται από ένα δίκτυο μικρότερων δρόμων που προσαρτώνται στον κεντρικό δρόμο, οι οποίοι εξυπηρετούν τις προσβάσεις στα 3 επίπεδα του εδάφους που παρατηρήθηκε κατοίκιση. Οι περιοχές Γ, Δ συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός περιφερειακού αγροτικού δρόμου, που προσανατολίζεται στον νότο, ο οποίος είναι το μοναδικό σημείο πρόσβασης για τις αγροτικές εκτάσεις που κυριαρχούν κατ΄ αποκλειστικότητα εκεί.
Η περιοχή μελέτης Β, θεωρούμε πως αναπτύχθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την παραπάνω φάση ανάπτυξης. Βρισκόταν εκ των πραγμάτων σε ιδιαίτερη σχέση με το γενικότερο τοπίο, καθώς είχε άμεσες οπτικές σχέσεις με μεγάλο τμήμα του χωριού (περιοχές Α, Γ). Ταυτόχρονα, από μια φάση εξέλιξης και μετά, ήταν το πρώτο οργανωμένο στοιχείο κατοίκισης που συναντούσαν οι αγροτικοί δρόμοι. Αυτό που διαφοροποιεί την περιοχή Β από την περιοχή Γ είναι ο τρόπος που η περιοχή Α επηρέασε την ανάπτυξη τους. Συγκεκριμένα, οι χαράξεις των δρόμων της περιοχής Β αποδεικνύουν πως αυτές δεν προέκυψαν από την ανάγκη για σύνδεση της περιοχής Β με την περιοχή Α, αλλά ότι προϋπήρχαν πριν εμφανιστεί κατοίκιση στη περιοχή Β. Ήταν τα πιο σύντομα μονοπάτια – συναρτήσει των κλίσεων του εδάφους, τα οποία λειτουργούσαν με τον κεντρικό δρόμο, για την ευκολότερη κίνηση από – προς το ποτάμι και τους αγρούς. Η άποψη αυτή ενισχύεται εκτός από τις χαράξεις των δρόμων στα σημεία άρθρωσης των περιοχών Α, Β και από τις πυκνότητες κτισμένου χώρου, όπου μεγαλύτερη πυκνότητα παρατηρείται στο πρώτο σημείο τομής του κεντρικού δρόμου με την περιοχή Β, ενώ αραίωση στην ένωση των δυο περιοχών Α,Β. Επιπλέον, το γεγονός πως τα σπουδαιότερα τοπόσημα της περιοχής Β, η Κρήνη Σπολάτη και το Οθωμανικό Χαμάμ βρίσκονται στο ίδιο σημείο (που εμφανίζεται ως οιονεί πύλη εισόδου στον οικισμό) , ενισχύει επίσης τα προηγούμενα. Έτσι, συμπεραίνουμε πως στη περιοχή Β δημιουργήθηκε ένας πρώτος πυρήνας κτισμάτων στο πρώτο σημείο τομής που αναφέραμε και παραπάνω, ο οποίος χαρακτηρίζεται από κυτταρική ανάπτυξη και πως σταδιακά, χτίζονταν κατοικίες κατά μήκος των υπαρχουσών χαράξεων, ακολουθώντας την κυτταρική ανάπτυξη. Αυτό που χαρακτηρίζει σήμερα την περιοχή Β, είναι οι έντονες κλίσεις των δρόμων που εναλλάσσονται συνεχώς σε χιαστί διάταξη, ως αποτέλεσμα της ένταξης στο τοπίο καθώς και η αραιή πυκνότητα κτισμάτων, με εξαίρεση το σημείο τομής που αναμφισβήτητα ήταν ένας πρώτος πυρήνας κατοίκισης.