Η μακραίωνη ιστορία του οικισμού της Καρύταινας που ξεκινά ήδη από τα μέσα του 13ου και περνά από πολλές σημαντικές φάσεις, έχει αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στον οικιστικό πηρύνα, αναγνωρίσιμα ως προς την ιστορική τους προέλευση και συγγένεια ακόμη και σήμερα.
Η κατάκτηση των Φράγκων περί το 1240 σε συνδυασμό με το ήδη υπάρχον μνοπάτι προς το Κάστρο, δικαιολογεί ίσως μια πρώτη φρουριακή οχύρωση στους πρόποδες του Βράχου. Ψίγματα αυτής της πρώτης οχυρωματικής διαμόρφωσης είναι ίσως ορατά και σήμερα με τον αναλημματικό πέτρινο τοίχο στον δρόμο προς το κάστρο και τα μονόχωρα σπίτια στην απόληξή του (τύπος 8). Φυσικά πρόκειται για μεταγενέστερες κατασκευές, ο τύπος όμως, ο τρόπος προσέγγισης με είσοδο από την πισω-προφυλαγμένη πλευρά και ο περιορισμένος χώρος σε συνδυασμό με το απότομο του εδάφους μοιάζει για κάποιον λόγο έμεινε αμετάβλητη. Προφανώς τα παρόντα κτίσματα, έχοντας ζυμωθεί στις μεταγενέστερες συνθήκες εμφανίζουν και άλλα χαρακτηριστικά, αξίζει όμως να αναφερθούν οι όποιες συσχετίσεις.
Ο Βυζαντινός Πύργος (τύπος 5) που δεσπόζει στο χωριό, κατάλοιπο της περιόδου του Δεσποτάτου του Μυστρά, μαρτυρά τις απαρχές της ιστορικής εξέλιξης ανάπτυξης του οικιστικού πυρήνα περί το 1350. Η διαμόρφωση τριών επιπέδων είναι ξεκάθαρη, με το κατώτερο να χρησιμοποιείται ως στέρνα και να μην είναι προσβάσιμο. Η είσοδος γινεται τόσο από το μεσαίο όσο και το ανώτερο επίπεδο, με πιθανή όμως την εσωτερική επικοινωνία αυτών των τελευταίων. Η διαμόρφωση δώματος στην οροφή, χαρακτηριστικό των βυζαντινών κτισμάτων, με εσωτερική θολωτή κατασκευή, αποτελεί και το μόνο υπαρκτό δείγμα επίπεδης στέψης στον οικισμό.
Επόμενο σταθμό στην εξελικτική πορεία της οικιστικής συγκρότησης αποτελούν τα πυργόσπιτα της Λεβένταινας και του Κουντάνη/Βαλαβάνη (τύπος 6). Ο τύπος του πυργόσπιτου, κατ' εξοχήν οχυρωματικός, τοποθετείται γύρω στον 17ο αιώνα. Η ταραγμένη ιστορική περίοδος εκείνων των χρόνων δικαιολογεί την οχυρωματική τάση που εκφράζεται πέρα από το μεγάλο ύψος και τα λιγοστά ανοίγματα, με τυφεκιοθυρίδες και καταχύστρα/ζεματίστρες. Χαρακτηριστική είναι και εδώ η διαμόρφωση τριών επιπέδων, εδώ με προσβάσιμο το κατώτερο επίπεδο και μάλιστα από την πίσω μεριά. Τα άλλα δύο επίπεδα, με το μεσοπάτωμα ξύλινο, επικοινωνούσαν με εσω τερική απότομη ξύλινη σκάλα και καταπακτή. Δεν μπορεί παρά να υποθέσει κανείς τις κοινές καταβολές μεταξύ των πυργόσπιτων και του Βυζαντινού Πύργου, λόγω των κοινών τους χαρακτηριστικών. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους είναι ίσως η στέγαση που σε αυτή την περίπτωση είναι τετράριχτη στέγη, καθώς και η ειδική διαμόρφωση της εισόδου στο υπερυψωμένο πρώτο επίπεδο με ένα είδος λιακωτού με θολωτή υποδομή.
Ωστόσο τα δύο αυτά παραδείγματα δεν αποτελούν τον κανόνα, ο οποίος άλλωστε διαμορφώθηκε πολύ αργότερα. Η ιστορική ανάλυση που έγινε σε σχέση με τον ευρύτερο Αρκαδικό χώρο αναδεικνύει έναν κυρίαρχο τύπο κατοικίας που επικρατούσε σε μεγάλο βαθμό έως το 1830, αυτόν του μακρόστενου, μονόχωρου σπιτιού χτισμένο παράλληλα στις υψομετρικές. Ο τύπος αυτός έχει σχεδόν εξαλιφθεί, απαντάται σε κάποια πολύ ορεινά χωριά και σε μεμονωμένες περιπτώσεις, διαθέτει όμως χαρακτηριστικά που φαίνεται να παραμένουν αδιάσειστα στο χρόνο όπως είναι η διαφοροποίηση της στάθμης του δαπέδου μεταξύ του χώρου των ζώων και του χώρου διημέρευσης. Το αρχέτυπο αυτό, της διαφοροποίησης της στάθμης, μοιάζει να είναι τόσο ισχυρό που διατρέχει όλη την εξελικτική πορεία του τύπου της κατοικίας, ο οποίος παρ' όλες τις παραλλαγές και διαφοροποιήσεις του, παραμένει ωστόσο απόλυτα συνεπής ως προς αυτό. Η ισχύς του ειναι τέτοια που θα μπορούσε να θεωρηθεί η ομαλή γενετική αιτία γένεσης του ανωγοκάτωγου τύπου.
Ειδικότερα ως προς τον οικισμό της Καρύταινας, ο ανωγοκάτωγος τύπος εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές.
Πρώτος τύπος ανωγοκάτωγου που εξετάσθηκε είναι αυτός του πλατυμέτωπου ανωγοκάτωγου κτηρίου (τύπος 1), με την μεγάλη πλευρά προς τον δρόμο, παράλληλα στις υψομετρικές. Ο τύπος αυτός δεν φαίνεται να αξιοποιεί την υψομετρική διαφορά του εδάφους, καθώς το κατώτατο επίπεδο δημιουργείται στο ανώτερο σημείο της υψομετρικής. Είναι δηλαδή σαν να δημιουργεί ένα πλάτωμα πάνω στο οποίο εδράζεται. Φαίνεται να υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος εισόδου, από το κατώι στο επίπεδο του δρόμου, ωστόσο στην πίσω μεριά του κτηρίου, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρχε μόνο εσωτερική επικοινωνία των δύο επιπέδων, πιθανόν με απότομη σκάλα-καταπακτή. Η στέγαση γίνεται με τετράριχτη στέγη ενώ σε περίπτωση ύπαρξης τζακιού, αυτό τοποθετείται στην στενή μεριά.
Ο δεύτερος τύπος, του πλατυμέτωπου ανωγοκάτωγου κτηρίου (τύπος 2) εμφανίζει συγγενή χαρακτηριστικά με τον προηγούμενο ως προς τον αριθμό τον επιπέδων, τον τύπο της στέγης (τετράριχτη), καθώς και την τοποθέτηση της εστίας. Παρ'όλαυτά διαφέρει καθοριστικά ως προς την διαχείριση του εδάφους, καθώς αξιοποιεί την υψομετρική διαφορά ως χώρο για το κατώι. Σημειώνουμε επίσης ότι τα δύο επίπεδα δεν επικοινωνούν εσωτερικά, δεδομένου ότι το κατωί έχει ξεχωριστή είσοδο στη μία εκ των δύο στενών πλευρών, ενώ η κύρια είσοδος γίνεται και πάλι από την πίσω, πλατιά πλευρά. Το ανώι φαίνεται να είναι μονόχωρο, χωρίς ωστόσο να έχουμε αρκετές ενδείξεις.
Ο πιο γενικευμένος σε χρήση τύπος κατοικίας στην ευρύτερη περιοχή και ιδίως μετά από την εκτεταμένη ανοικοδόμηση του 1850-1870 είναι αυτός του ανωγοκάτωγου σπιτιού (μακρυνάρι) με λιακωτό (τύπος 7). Το κτήριο, στην περίπτωση αυτή, οργανώνεται σε δύο και πάλι επίπεδα. Τοποθετείται κάθετα στις υψομετρικές και αξιοποιεί την κλίση του εδάφους διαμορφώνοντας θολωτή κατασκευή αντιστίριξης στο κατώτατο επίπεδο. Η είσοδος γίνεται στην μεγάλη πλευρά και για τα δύο επίπεδα τα οποία δεν επικοινωνούν εσωτερικά. Το πάνω επίπεδο είναι συνήθως μονόχωρο αν και υπάρχουν και μεταγενέστερα παραδείγματα με εσωτερικά διαχωριστικά. Η είσοδος στο πάνω επίπεδο γίνεται και σε αυτή την περίπτω ση από λιακωτό το οποίο εμφανίζει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά λιακωτού με τον τύπο του πυργόσπιτου. Δεν θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κανείς, την συγγένεια μεταξύ των δύο τύπων. Η ομαλοποίηση της κατάστασης περί το 1850 (ίδρυση κράτους, ανοικοδόμηση κλπ.) σίγουρα οδηγεί σε πιο ελεύθερα χωροθετημένα κτίσματα σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο αφού δεν υπάρχει έκδηλη ανάγκη προφύλαξης. Αυτό σε συνδυασμό με τον ζωντανό ακόμη παράδειγμα των πυργόσπιτων που επιβάλλονταν στο τοπίο με εμφανή τα τυπολογικά τους χαρακτηριστικά δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα τύπο που αντλεί τα χαρακτηριστικά του από προγενέστερους προσαρμόζεται όμως στις παρούσες συνθήκες. Τα παραπάνω, αν ληφθεί υπ' όψιν και ότι η κατάσταση στα ελληνικά χωριά μετά την ίδρυση του Νέου Κράτους ήταν αυτή της πλήρους ερείπωσης, ενισχύουν ακόμη περισσότερο αυτόν τον συλλογισμό.
Απόρροια του προηγούμενου τύπου είναι και αρχοντικά σπίτια χρονολουγούμενα από επιγραφές στο τέλος του 19ου αιώνα που ακολουθούν τον διαχωρισμό του ανωγοκάτωγου σε δύο επίπεδα με ξεχωριστή είσοδο για το καθένα. Η εξέλιξη έγκειται στο σχήμα L της κάτοψης τόσο στο κάτω όσο και στο πάνω επίπεδο. Μιλάμε δηλαδή για διώροφα κτίσματα σχήματος "L" (τύπος 3).
Τέλος αναφέρουμε και μία κατηγορία μονόροφων κτισμάτων σχήματος "L" (τύπος 4) που όμως έχει προκύψει από επέκταση στο αρχικό μονόροφο πλατυμέτωπο κτήριο. Η είσοδος γίνεται στο επίπεδο του δρόμου είτε απ' ευθείας είτε μέσω της περίκλειστης αυλής. Το κτήριο, τόσο το αρχικό κομμάτι όσο και η επέκταση φαίνεται να επικάθεται στο έδαφος και να μην αξιοποιεί το ανάγλυφο.
Οι πληροφορίες για την άνω ανάλυση προέρχονται από την επιτόπου αυτοψία και από την εξής πηγή:
Αργύρης Πετρονώτης: Αρκαδία, Εκδοτικός Οίκος «Μέλισσα», Αθήνα 1986