Καρύταινα (Τμήμα Α)

Περιγραφή και Ανάλυση Τοπικού Δομικού Συστήματος

Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του τοπικού δομικού συστήματος του οικισμού είναι ο τύπος του ανωγοκάτωγου με λιακωτό που αξιοποιεί την υψομετρική διαφορά, τύπος που γενικεύτηκε στη μαζική λαϊκή ανοικοδόμηση που πραγματοποιήθηκε στον ευρύτερο Αρκαδικό χώρο κατά την περίοδο 1850-1870. Αποτελεί μετεξέλιξη του παλαιότερου αγροτικού τύπου του πλατυμέτωπου ανωγοκάτωγου που εξαλήφθηκε στην πορεία.

Το σύστημα κατασκευής αξιοποιεί την υψομετρική διαφορά και αντλεί τα χαρακτηριστικά του απο το διαθέσιμο υλικό κατασκευής. Η κατασκευή των κτισμάτων αποτελείται απο φέροντες λίθινους τοίχους και απο λοιπά ξύλινα στοιχεία για την κάλυψη των ανοιγμάτων όπως η στέγη ή τα δάπεδα των ορόφων(δοκοί/υποστυλώματα). 


 

ΟΙ ΦΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΙΧΟΙ

Οι φέροντες τοίχοι χτίζονται ώστε να φέρουν όλο το βάρος του πατώματος καθώς και την στέγη. Το πάχος της κατασκευής τους διαφέρει κατά περίπτωση, με ένα μέσο πάχος να προσεγγίζει τα 70cm. Γνωρίζουμε οτι η κατασκευή τους γινόταν με πιο οργανωμένο τρόπο στις δύο εξωτερικές πλευρές και στο ενδιάμεσο ο τοίχος γέμιζε με υλικό,μικρότερες πέτρες καθώς και χώμα. Η σύνδεση των επί μέρους τοιχοποιιών στο κρίσιμο σημείο της γωνίας επιτυγχάνεται με το πλέξιμο των γωνιόλιθων, λαξευμένων λίθων που με την μηχανική και χημική τους (κονίαμα) στερέωση, ενισχύουν τις αντοχές του τοίχου.

Προκειμένου ο τοίχος να αποκτήσει συνοχή, οι δύο εξωτερικές πλευρές να συνδεθούν και να συλλειτουργήσουν, ανα τακτά διαστήματα στην καθ’ ύψος δόμηση του τοίχου τοποθετούνται ξυλοδεσιές, δηλαδή παράλληλες στη διεύθυνση του τοίχου ξύλινες εσχάρες (μία σείρα ξύλων στην κάθε παρειά του τοίχου με εγκάρσιες συνδέσεις, τις κλάπες, ανά μικρά διαστήματα). Οι ξυλοδεσιές ενσωματώνονταν στην κατασκευή του τοίχου ενισχύοντας την αντισεισμική του λειτουργία. Ξυλοδεσιές τοποθετούνταν και στα θεμέλια (βλ. Α. Πετρονώτης, Αρκαδία, Εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ, 1986), καθώς επίσης σε χαρακτηριστικά σημεία της κατασκευής και σε παραλλαγές όπως στο ύψος της ποδιάς των ανοιγμάτων, στα πρέκια και στο ύψος του ενδιάμεσου πατώματος, όπου αυτό υπάρχει.

Η συνέχεια των ξυλοδεσιών στην περίμετρο του κτηρίου διακόπτεται στις γωνίες μόνο στην εξωτερική μεριά της τοιχοποιίας όπου συναντά τους γωνιόλιθους, ενώ εσωτερικά η σύνδεση επιτυγχάνεται με επιπρόσθετο διαγώνιο ξύλο. Ασυνέχεια εμφανίζεται επίσης και στις θέσεις των ανοιγμάτων.

Για τα ξύλινα αυτά δεσίματα, επιλέγονταν ανθεκτικά ξύλα, τα οποία είτε αφήνονταν εμφανή στις όψεις, είτε κρύβονταν επιμελώς με σειρά από χτισμένες πέτρες ή κεραμικά υπολείμματα.

Λόγω της αξιοποίησης της υψομετρικής διαφοράς, ο λίθινος τοίχος της στενής μεριάς που ενσωματώνεται στο έδαφος, διαμορφώνεται ως τοίχος αντιστήριξης, ενώ παράλληλα διαμορφώνεται μία καμάρα που λειτουργεί αντιστηρικτικά ως προς την άλλη διεύθυνση και κατ΄επέκταση λειτουργει και ως τμηματική στήριξη του ενδιάμεσου δαπέδου..

 

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ

Τα ανοίγματα διαμορφώνονται με λαξευτούς λίθους στους λαμπάδες, ενώ ως προς τα πρέκια εμφανίζεται ποικιλία, είτε με ευθύγραμμα λίθινα ή ξύλινα στοιχεία είτε με τοξωτή λίθινη κατασκευή. Τα περιορισμένα σε μέγεθος ανοίγματα δικαιολογούνται, καθώς όσο μεγαλύτερο το άνοιγμα τόσο μεγαλύτερο μέγεθος μονόλιθου απαιτείται για την γεφύρωσή του. Πράγματι δεν εμφανίζονται ανοίγματα με διαμορφωμένο μονολιθικό πρέκι που να ξεπερνούν τα 70cm. Χαρακτηριστική είναι επίσης η έντεχνη διαμόρφωση φουρουσιών, η οποία αν και δημιουργεί έντονες μορφολογικές εντυπώσεις κρύβει ακριβώς αυτή την αδυναμία εύρεσης μεγαλύτερου μονολιθικού υλικού (καθώς περιορίζει το εύρος του ανοίγματος). Αντίθετα η τοξωτή κατασκευή, λόγω της μηχανικής στερέωσης, επιτρέπει ελεύθερη επιλογή στα μεγέθη.

 

ΟΙ ΣΤΕΓΕΣ

Οι στέγες ομαδοποιούται σε τρεις κατηγορίες: την αντιστηριζόμενη, την επικαθήμενη και το ζευκτό.

Οι στέγες αυτής της τυπολογίας είναι ξύλινες, κατά κανόνα τρίριχτες, επιτρέποντας στην πλευρά, όπου ο λίθινος τοίχος υψώνεται έως τον κορφιά, να βγει η καμινάδα της εστίας. Ο φέρων οργανισμός είναι κατά κανόνα υπερστατικός, καθώς πέρα από τη βασική δομή, συμπληρώνεται από επιπρόσθετες ξύλινες διατομές με εμπειρικό τρόπο. 

Στις αντιστιριζόμενες στέγες, οι οποίες και μελετήθηκαν, ο πρωτεύων φέρων οργανισμός αποτελείται από ένα κεντρικό δοκάρι, τον κορφιά, το οποίο διαμορφώνει και την κλίση στην τρίτη πλευρά της τρίριχτης στέγης. Μικρότερης διατομής ξύλα τοποθετούνται ανα τακτές αποστάσεις περίπου 70cm και στηρίζονται   αμφιέρειστα στον κορφιά και στο ξύλινο πλαίσιο στη βάση της στέγης, δημιουργώντας την κλίση στις άλλες δύο πλευρές. Σε αυτά έρχονται και καρφώνονται σανίδες που δημιουργούν συνεχές σανίδωμα, το πέτσωμα. Τέλος τοποθετούνται τα κεραμίδια βυζαντινού τύπου, στρωτήρες και καλυπτήρες. Ποικιλομορφία συναντάται ως προς την απόληξη της στέγης  σε συνδυασμό με την απόληξη του άνω τμήματος της τοιχοποιίας. Συγκεκριμένα στην απόληξη των τοίχων, στη στέψη του κτηρίου, διαμορφώνεται λίθινη προεξοχή προκειμένου να προστατευθεί το ξύλινο δέσιμο της στέγης, ενώ πάνω σ΄αυτή πατούν και τα τελευταία κεραμίδια, αλλάζοντας την κλίση της στην απόληξη προκειμένου να απομακρύνονται ακόμη περισσότερο τα όμβρια ύδατα. Εναλλακτική λύση σε αυτήν την προεξοχή αποτελεί και η λεγόμενη “μασέλα”, κεραμίδια τοποθετημένα ανάποδα τα οποία σε επαλληλία δημιουργούν την απαιτούμενη έξαρση.

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΔΑΠΕΔΑ

Τα εσωτερικά δάπεδα κατασκευάζονται από ξύλινες διατομές, οι οποίες αμφιέρειστα καλύπτουν το άνοιγμα κατά τη μικρή διεύθυνση. Σε ορισμένες περιπτώσεις ένα βοηθητικό δοκάρι με μερικά υποστυλώματα επιμερίζει το άνοιγμα σε δύο μικρότερα. Πάνω σε αυτά, είτε καρφώνεται απ’ ευθείας το τελικό δάπεδο, είτε διαμεσολαβεί δευτερεύων σκελετός και μετά σανίδωμα. Επιπλέον στήριξη του δαπέδου επιτυγχάνεται και από την αντιστηρικτική καμάρα.

Σημειώνουμε εδώ οτι τα δοκάρια του πατώματος που καλύπτουν το άνοιγμα, τοποθετούνται κατά τη διάρκεια της κατασκευής σε ειδικά διαμορφωμένες δοκοθήκες στο πάχος της τοιχοποιίας. Στην περίπτωση ύπαρξης μπαλκονιού (πάντα στη στενή μεριά), τα δοκάρια που το φέρουν περνούν κάτω από τα δοκάρια του πατώματος (και συνεπώς κάθετα σε αυτά), εξασφαλίζοντας έτσι επαρκή για τη στήριξή τους αντίσταση. Τέλος η στήριξη του πατώματος πάντα συνοδεύεται και συνδέεται με μία περασιά ξυλοδεσιάς.


 

Ας αναφερθεί εδώ ότι στα πλατυμέτωπα κτήρια, τυπολογία που συναντήθηκε επίσης, τα δοκάρια του μπαλκονιού, εφ’ όσον υπάρχει, ταυτίζονται με τα δοκάρια του εσωτερικού δαπέδου (προφανώς για το μήκος του μπαλκονιού).