Το μάθημα του 5ου εξαμήνου ,ανάλυση παραδοσιακών κτηρίων και συνόλων, διεξάγεται με την συνεργασία των τομέων του Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού και το τομέα των Συνθέσεων Τεχνολογικής Αιχμής. Έτσι δημιουργούνται ομάδες 8-10 ατόμων η κάθε μια από τις οποίες αναλαμβάνει την μελέτη ενός παραδοσιακού οικισμού της Ελλάδας. Ο στόχος του μαθήματος είναι διττός. Αφενός οι σπουδαστές εξοικειώνονται με την ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική και αφετέρου αφήνουν ως παρακαταθήκη την μελέτη τους.
Ο οικισμός ο οποίος μας ανατέθηκε από κοινού με άλλη ομάδα, ήταν η Καρύταινα, ένα χωριό που βρίσκεται στην Γορτυνία της ορεινής Αρκαδίας στην Πελοπόννησο, πιο συγκεκριμένα στο διάσελο που δημιουργούν οι λόφοι Αχρειοβούνι και ο λόφος του κάστρου που βρίσκεται στον οικισμό. Η Καρύταινα ,όπως και σχεδόν όλοι οι παραδοσιακοί οικισμοί, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το φυσικό στοιχείο. Το σύμπλεγμα που δημιουργούν οι λόφοι με τον ποταμό Αλφειό, καθιστούν την μορφολογία του εδάφους πολύ ενδιαφέρουσα. Αντίστοιχο ενδιαφέρον παρουσιάζει κ η ιστορία του οικισμού. Τα πρώτα στοιχεία στην ευρύτερη περιοχή εντοπίζεται στην αρχαιότητα, στην Αρχαία Βρένθη. Ο οικισμός όμως ουσιαστικά αρχίζει να συγκροτείται τον 10ο αιώνα ενώ τον 13ο ανοικοδομείται το κάστρο από τους Φράγκους. Από τον 10ο έως τον 14ο αιώνα η Καρύταινα αναπτύσσεται περιμετρικά του λόφου του κάστρου και προς τα βόρεια, ενώ στη συνέχεια εξαπλώνεται κυρίως στα ανατολικά. Αξιοσημείωτη παρατήρηση είναι ότι στην περιοχή νότια του κάστρου δεν έχει αναπτυχθεί ο οικισμός λόγω της απότομης κλίσης του εδάφους και της έκθεσης της σε ισχυρούς ανέμους. Το 2001 είχαν καταγράφει επισήμως 270 μόνιμοι κάτοικοι ενώ σήμερα διαπιστώσαμε πως δεν ξεπερνούν τους 80.
Αρχικά, για τη διευκόλυνση της μελέτης χωρίσαμε την Καρύταινα σε τέσσερις οικιστικές ενότητες. Ο χωρισμός αυτός πραγματοποιήθηκε με κριτήριο τις πυκνώσεις κτιρίων που παρατηρήσαμε, οι οποίες εν τέλει επαληθεύτηκαν από τη μελέτη μας. Έτσι προέκυψαν οι υποπεριοχές Α (το κέντρο), Β (το ανατολικό άκρο), η Γ (το νότιο άκρο) και η Δ (δυτικά). Ως τοπόσημα ενδεικτικά αναφέρουμε τις εκκλησίες, την κρήνη του Σπολάτη, το δημοτικό σχολείο και φυσικά το κάστρο το οποίο λειτουργεί ως κυρίαρχο σημείο αναφοράς και εκπέμπει το γόητρό του σε μεγάλη εμβέλεια. Επίσης, παρατηρείται ποικιλία τόσο στη σημασία, όσο και στην υλικότητα των δρόμων. Ο αυτοκινητόδρομος διαπερνά το χωριό και το συνδέει με την ευρύτερη περιοχή, ενώ ταυτόχρονα, μικρά μονοπάτια παραλαμβάνουν τις κινήσεις των κατοίκων. Μεγίστη πύκνωση κτισμάτων συναντάται στο ιστορικό κέντρο, όπως είναι φυσικό, ενώ δε λείπουν μικρότερης κλίμακας πυκνώσεις σε κάθε υποπεριοχή. Ένας τομέας που μας προβλημάτισε ιδιαίτερα ήταν η ύφανση των σχέσεων μεταξύ δημόσιου, ιδιωτικού χώρου και φυσικού στοιχείου. Οι τρεις αυτές συνιστώσες συμπλέκονται χωρικά χωρίς αυστηρά όρια αποκαλύπτοντας ένα διαφορετικό τρόπο ζωής.
Εστιάζοντας στα κτήρια, θα τα χαρακτηρίζαμε ως μέτρια διατηρημένα ως προς την κατάσταση διατήρησής τους, ενώ γενικά ο οικισμός έχει διαφυλάξει τον παραδοσιακό του χαρακτήρα του με κάποιες μικροαλλοιώσεις. Τα νεόδμητα κτήρια είναι λίγα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Συναντήσαμε ποικίλους τύπους οικιών, από τους οποίους ο πιο γενικευμένος σε χρήση είναι αυτός του ανωγοκάτωγου σπιτιού με λιακωτό, γνωστό κυρίως από τους ντόπιους και ως «μακρυνάρι». Πρόκειται για ένα σπίτι που οργανώνεται σε δύο επίπεδα, τοποθετείται κάθετα στις υψομετρικές, αξιοποιώντας την κλίση του εδάφους δημιουργώντας χώρο στο κάτω επίπεδο. Άλλα κτήρια που μας εντυπωσίασαν είναι φυσικά ο Βυζαντινός Πύργος και τα πυργόσπιτα της Λεβένταινας και του Κουντάνη/Βαλαβάνη, τα οποία διαπιστώσαμε ότι λειτουργούν και ως τοπόσημα για τους ντόπιους. Όσον αφορά το τοπικό σύστημα δόμησης, συμπεράναμε ότι γινόταν ευρεία χρήση παχέων, πέτρινων τοίχων (μέσου πάχους 70cm), ξυλοδεσιών που ενσωματώνονται σε αυτούς και άλλων ξύλινων δεσιμάτων ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή στήριξη. Τα ανοίγματα διαμορφώνονται κατά κύριο λόγο από λαξευτούς λίθους στους λαμπάδες. Οι στέγες είναι ξύλινες, κατά κανόνα τρίριχτες με υπερστατικό φέροντα οργανισμό. Τέλος τα εσωτερικά δάπεδα κατασκευάζονται από ξύλινες διατομές, ενώ στην περίπτωση ύπαρξης μπαλκονιού τα δοκάρια που το φέρουν, περνούν κάτω από τα δοκάρια του πατώματος.
Στα μέσα Νοεμβρίου, πριν επισκεφτούμε τον οικισμό δε μπορούσαμε με τίποτα να φανταστούμε πόσα πράγματα θα ανακαλύπταμε, πόσο αξέχαστη εμπειρία θα ζούσαμε και πόσο πολύ θα μπορούσε να αλλάξει η αντιμετώπιση μας προς τα μνημεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Αυτό το αυθόρμητο και ταυτόχρονα σοφό «κτίζειν» πόσο θα επηρέαζε την συνθετική μας αντίληψη. Αυτή η αρχιτεκτονική, στην πρωτογενή της μορφή, αυθεντική, ειλικρινής,πηγαία.
Η ομάδα μελέτης:
Anouk Vialard
Αθηνά Αγγελοπούλου
Αρετή Ραφαέλλα Βέρρου
Αλίκη Γιοβίτσα
Ερμιόνη Γκαρραμμόνε
Δημήτρης Ζαμπόπουλος
Θωμαίς Ζορμπά
Ιωάννης Μ. Κουφόπουλος
Βαλέριαν Α. Πορτοκάλης
Ξένια Στούμπου