Δροσοπηγή

Κατοικία 15α

δυτική όψηδυτική και βόρεια όψη

Το κτήριο ευρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του οικισμού. Σύμφωνα με τοπικές πληροφορίες, κατασκευάστηκε περί το 1820 και όπως αναφέρθηκε πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα που διατηρούνται στη Δροσοπηγή. Η οικία αποτελείται συνολικά από το παραδοσιακό κτίσμα το οποίο διατηρεί εξ’ ολοκλήρου το σχήμα του, και από προσθήκη στη βόρεια πλευρά του. Το παραδοσιακό τμήμα αποτελείται από δύο επίπεδα, έχει συνολικό ύψος 6.8 m απ' τη μεριά του δρόμου και 5.85 m απ' τη μεριά της αυλής και καλύπτεται από τετράρριχτη στέγη που έχει ύψος περίπου 1.2 m.

Το χαμηλότερο επίπεδο είναι ισόγειο, το οποίο αποτελεί το πρώην «κατώι» της οικίας. Έχει περίγραμμα ορθογωνικό, επιφάνεια 43 m2 , ελεύθερο ύψος 2.2 m και σήμερα αποτελεί αυτόνομη κατοικία, ενώ παλαιότερα στεγάζονταν τα ζώα.

Ο Α’ όροφος έχει επιφάνεια 43 m2, ελεύθερο ύψος 2.2 m, και περιλαμβάνει καθιστικό, κουζίνα και χώρο ύπνου, κατά την τυπική τριμερή διάρθρωση των εσωτερικών των ηπειρώτικων οικιών, με τη λεγόμενη «σάλα» και από ένα δωμάτιο εκατέρωθέν της. Στο επίπεδο της στάθμης του Α΄ ορόφου έχει κατασκευασθεί βεράντα επιφάνειας 2.4 m2, με πλάκα από σκυρόδεμα, διατηρώντας τη θέση και τις διαστάσεις της ξύλινης που θα προϋπήρχε παλαιότερα. Στην νοτιοανατολική μεριά του κτιρίου, στο σημείο του εξωτερικού τοίχου -που είναι κοινός με αυτόν άλλης γειτονικής κατοικίας- υπήρχε το "αμπάρι"  στο οποίο αποθήκευαν τρόφιμα, ήταν κοινό και για τις δύο κατοικίες και αποτελούσε και τη μεσοτοιχία τους.

Σχετικά με το σύστημα κατασκευής του κτηρίου, αναφέρεται ότι ο φέρων οργανισμός του κτηρίου αποτελείται από το σύνολο των λίθινων περιμετρικών τοίχων του, που έχουν πάχος 0.55 m στο ισόγειο με μικρή εκλέπτυνση 5 εκατοστών στον πρώτο όροφο. Οι εσωτερικοί τοίχοι στο ισόγειο είναι πέτρινοι  πάχους 0.55 m , ενώ στο εσωτερικό του ορόφου υπάρχουν τοίχοι από πλίνθους, πάχους 0.13 m, οι οποίοι αντικατέστησαν τους παραδοσιακούς τσατμάδες.

Τα κουφώματα του κτηρίου (θύρες και παράθυρα) είναι ξύλινα, όπως και τα πατώματα που στηρίζονται σε δοκούς 0.12 m επί 0.15 m και επικαλύπτονται από τάβλες πλάτους 0.15 m. Επιχρίσματα φέρουν οι λίθινοι τοίχοι μόνο στο εσωτερικό του κτηρίου, ενώ σε όλη την εξωτερική επιφάνεια του κτηρίου είναι ανεπίχριστο και διακρίνονται ευκρινώς οι ξυλοδεσιές των τοιχοποιιών. Χρωματισμοί υπάρχουν στα κουφώματα του κτηρίου με ελαιοχρώματα και στην επιφάνεια των εσωτερικών τοίχων με επιμελημένο λευκό σοβά.

Σχετικά με την κατάσταση της κατασκευής του κτηρίου, αναφέρεται ότι το κτήριο είχε υποστεί φθορές κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην τοιχοποιία του. Παρ’ όλα αυτά το οίκημα λόγω της συνεχούς χρήσης του κατά τη διάρκεια των χρόνων διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Οι λίθινες τοιχοποιίες ευρίσκονται σε καλή κατάσταση, διατηρούν εμφανή τον παραδοσιακό τρόπο δομής με ευδιάκριτες ξυλοδεσιές, ενώ η στέγη από τσιμεντένια κεραμίδια είναι εμφανώς νεότερη. Ωστόσο η επιλογή του γκρι χρώματός τους συνάδει οπτικά με τα λοιπά δομικά υλικά, όπως θα έκαναν παλαιότερα οι σχιστολιθικές πλάκες.