Οι εξώστες στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ξύλινοι, αλλά κάποιες φορές (λιγότερες) είναι μεταλλικοί ή και μπετονένιοι. Στις περιπτώσεις όπου η κατασκευή είναι εξ’ ολοκλήρου ξύλινη παρατηρούμε ότι τα ξύλινα δοκάρια που φέρουν το εσωτερικό ξύλινο πάτωμα, βγαίνουν έξω ως πρόβολοι για να στηρίξουν το επίσης ξύλινο πάτωμα του εξώστη (σχήματα 1, 2). Στις λίγες περιπτώσεις πάλι όπου η κατασκευή είναι εξ’ ολοκλήρου μεταλλική, υπάρχει ένα μεταλλικό πάτωμα, το οποίο στηρίζεται με την βοήθεια μεταλλικών φουρουσιών, που πιθανόν να αποτελούν μεταγενέστερη προσθήκη. Επίσης, υπάρχουν και περιπτώσεις σύμμικτης κατασκευής του εξώστη που και αυτή πιθανόν να είναι μεταγενέστερη προσθήκη, όπου οι ξύλινες τάβλες του πατώματος στηρίζονται με την βοήθεια μεταλλικών φουρουσιών με ενδιαφέρουσες μορφές (σχήμα 4). Οι μπετονένιοι εξώστες αποτελούν επίσης μεταγενέστερη προσθήκη (σχήμα 6).
Από την εργασία, όμως, επί του πεδίου δεν ήταν δυνατό να παρθούν επαρκή συμπεράσματα για τον τρόπο στερέωσης των μεταλλικών φουρουσιών και των ξύλινων ή μεταλλικών κουπαστών στην τοιχοποιία (σχήματα 4,5). Οι ξύλινοι ορθοστάτες στερεώνονται στο πάτωμα κυρίως όπως φαίνεται στο σχήμα 3. Όσον αφορά την στέγαση τόσο στα χαγιάτια όσο και τα σαχνισιά αυτή γίνεται κατά βάση, με μια μονόρριχτη στέγη, η οποία στηρίζεται πάνω σε ξύλινα δοκάρια τοποθετημένα παράλληλα μεταξύ τους. Αυτά με την σειρά τους εδράζονται όλα πάνω σε ένα, κάθετο στην διεύθυνσή τους ξύλινο δοκάρι, που “τρέχει” κατά μήκος της στέγης. Το δοκάρι αυτό εδράζεται πάνω σε ξύλινα κατακόρυφα φέροντα στοιχεία, τα οποία εμφανίζονται σε τέτοιες θέσεις, ώστε να καλύπτεται επαρκώς το άνοιγμα προς γεφύρωση (σχήμα 7).