Ραχούλα

Συμπεράσματα

Τόσο από την εργασία πεδίου με επιτόπια παρατήρηση και καταγραφή δεδομένων, όσο και με την μεταγενέστερη επεξεργασία του υλικού που συλλέχθηκε σε συνδυασμό με την μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας, προκύπτουν αρκετά συμπεράσματα για τον πολεοδομικό, αρχιτεκτονικό και οικοδομικό χαρακτήρα του οικισμού.

Όσον αφορά την πολεοδομική οργάνωση της Ραχούλας βασικό παράγοντα αποτελεί η ορεινή σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωση του εδάφους πάνω στην οποία "πάτησε" ο οικισμός κινούμενος μαζί με το δίκτυο των δρόμων του παράλληλα σε αυτές, αποφεύγοντας τις έντονες υψομετρικές διαφορές. Κέντρο αντίστοιχα του οικισμού δεν θα μπορούσε παρά να είναι το πιο πεδινό κομμάτι του στο οποίο όπως μάθαμε εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι μετά την μεταφορά του χωριού από το Παλιοζωγλόπι. Ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι οι τοπικές  πυκνώσεις και αραιώσεις στον πολεοδομικό ιστό λόγω της διαμόρφωσης μικρών γειτονιών, στις οποίες κατοικούσαν συγγενικές οικογένειες από τις οποίες και πήραν το όνομά τους οι επιμέρους ενότητες της Ραχούλας.

Τα παραδοσιακά κτήρια στην Ραχούλα είναι ισόγεια, είτε διώροφα με ξύλινο πατάρι, ξύλινη στέγη και επικάλυψη από κεραμίδια βυζαντινού , είτε σε μεταγενέστερες επεμβάσεις γαλλικού τύπου. Βασικές τυπολογίες κάτοψης είναι η ορθογώνια, ή τετράγωνη, και το μακρινάρι, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις συναντάμε κατόψεις τύπου "Γ", και σε σπάνιες περιπτώσεις τύπου "Τ" και σταυροειδούς περιγράμματος. Στις απλούστερες πρώτες 3 περιπτώσεις οι στέγες που συναντήσαμε ήταν συχνότερα δίρριχτες, ή τετράρριχτες και σπανιότερα τρίρριχτες.

Για τις εξωτερικές τοιχοποιίες χρησιμοποιείται η λιθοδομή και η ωμοπλινθοδομή, ενώ για τα εσωτερικά χωρίσματα έχουμε συνήθως κλαδόπλεκτα χωρίσματα σε ξύλινο σκελετό με επιχρίσματα ασβέστη  και γέμισμα από λάσπη με άχυρο και μικρές πέτρες. Η εξασφάλιση της λειτουργία των διασταυρούμενων τοιχοποιιών ως ενιαίου δομικού στοιχείου γίνεται μέσω χρήσης του συστήματος των ξυλοδεσιών.

Παρότι ορισμένα κτήρια χτίστηκαν από ηπειρώτες τεχνίτες, τα περισσότερα δεν έγιναν από ανθρώπους με εξειδικευμένες γνώσεις. Αποτελούν ουσιαστικά παράγωγα της πολύχρονης  εμπειρίας των απλών ανθρώπων πάνω στην ανάπτυξη αυτών των κατασκευών γι’ αυτό άλλωστε και είναι απόλυτα προσαρμοσμένες στις ανάγκες των χρηστών με απόλυτη παράλληλα εκμετάλλευση των χαρακτηριστικών και των δυνατοτήτων του φυσικού τους περιβάλλοντος.

Για την κατασκευή των κτηρίων τα χρησιμοποιούμενα υλικά ήταν αρχικά τοπικά και μέσω των χαρακτηριστικών τους διαμορφώθηκε το πάχος των τοίχων, τα ανοίγματα και το ύψος των κτηρίων. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τους πολύ σημαντικούς παράγοντες της γεωμορφολογίας, του κλίματος και των χαρακτηριστικών της κοινωνίας του τόπου διαμόρφωσαν τον παραδοσιακό χαρακτήρα του οικισμού. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε τοπική πέτρα  για την κατασκευή των φερόντων τοίχων και των θεμελίων, το χώμα της περιοχής για την επιτόπια παρασκευή ωμόπλινθων, η ξυλεία από τις γύρω περιοχές για την κατασκευή ξύλινων φερόντων στοιχείων, όπως τα πατώματα, οι στέγες και οι σκάλες, αλλά και για τα συμπληρωματικά δομικά μέλη των κατασκευών, όπως τα κουφώματα και οι εξώστες.

Για την εκτόνωση του ορόφου η χρήση εξώστη είναι συχνή με τους παλαιότερους να διατηρούν την ξύλινη κατασκευή τους. Η δε τοποθέτησή τους γίνεται συχνότερα κατά μήκος της μακρομέτωπης όψης του κτηρίου. Στο ισόγειο, εφόσον το κτήριο βρίσκεται σε περιοχή με πυκνή σχετικά δόμηση, διαμορφώνεται συνήθως μικρή αυλή με οπισθοχώρηση του κτηρίου από το όριο του δρόμου, διαφορετικά εφόσον το κτήριο εφάπτεται στον δρόμο οι αυλές συναντώνται στην πίσω μεριά. Εφόσον οι κατοικίες διαθέτουν ιδιωτικές αυλές, τότε αυτές είναι πλακόστρωτες και χρησιμοποιούνται ως είσοδοι, είτε είναι χωμάτινες και χρησιμεύουν ως κήποι στο πίσω ή σε πλαϊνό μέρος του κτηρίου. Σε γενικές γραμμές ο οικισμός είναι αραιοδομημένος με τις περισσότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές να συγκεντρώνονται κοντά στον αρχικό πυρήνα του χωριού γύρω από την κεντρική πλατεία.

Η εκτεταμένη χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στα γείσα των στεγών και σε πολλούς εξώστες που είτε κάποια στιγμή κατέρρευσαν, είτε η συντήρησή τους κρίθηκε μη συμφέρουσα από τους ιδιοκτήτες, σε συνδυασμό με την προσθήκη χώρων με ανεπιτυχείς επεμβάσεις σε παλαιότερες κατοικίες είναι στοιχεία που αλλοιώνουν την παραδοσιακή όψη του οικισμού. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι εφόσον δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα αρκετές από αυτές τις επεμβάσεις είναι αναστρέψιμες.

Βέβαια, υπάρχει μεγάλο κομμάτι του οικισμού όπου οι σχετικά πρόσφατες επεμβάσεις ανακαίνισης αλλοίωσαν σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα των αρχικών κατασκευών με τρόπο που μία προσπάθεια επαναφοράς του να θεωρείται πλέον αδύνατη. Τα κτήρια αυτά σε συνδυασμό με νεόδμητα που δεν ακολούθησαν τυπολογικές και μορφολογικές αρχές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του τόπου αποτελούν την μεγαλύτερη παραφωνία στην συνολική εικόνα της Ραχούλας.

Αν κανείς περιηγηθεί όμως τα στενά και τους δρόμους του χωριού θα αντικρύσει σε διάφορα σημεία, λιγοστά μεν, αλλά πολύ ενδιαφέροντα ερείπια, σιωπηλούς μάρτυρες μιας άλλης εποχής στους οποίους επεμβάσεις έγιναν μόνο από τον χρόνο. Τα πολύτιμα αυτά ίχνη - τεκμήρια της ιστορικής συνέχειας του τόπου αυτού μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο την δομική ραχοκοκαλιά του οικισμού, όσο και την συνεχή κυκλική πορεία που ακολουθούν τα πάντα στην φύση. Ακόμη και αν κάτι φαντάζει τώρα να έχει φτάσει στο τέλος μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει την βάση για μία νέα αρχή. Στο χέρι όλων μας είναι αυτή να γίνει με γερές βάσεις στηριγμένες μεν καλά στο παρελθόν, με βλέμμα όμως καθαρό που στέφεται στο μέλλον.