Το κτίριο 6,που ουσιαστικά πρόκειται για ένα συγκρότημα κτιρίων (κτίριο 111)με ενιαία περίφραξη και εσωτερική αυλή, βρίσκεται ακριβώς πίσω από την κεντρική πλατεία. Το συγκεκριμένο συγκρότημα παλιότερα εξυπηρετούσε τη χρήση κατοικίας και όλα τα κτίρια συνδέονταν μεταξύ τους, ενώ σήμερα βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση ερειπωμένο. Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα σύνολο κατοικιών και όχι μεμονωμένη κατοικία είναι ο λόγος που δεν εντάσσεται στην αρχιτεκτονική τυπολογία της περιοχής. Πιο συγκεκριμένα, η κεντρική είσοδος στο συγκρότημα φαίνεται ότι ήταν μια δίφυλλη πόρτα στον λίθινο τοίχο της περίφραξης που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή. Ωστόσο η είσοδος στο συγκρότημα κατά την περιήγηση μας στον οικισμό πραγματοποιήθηκε από μία τρύπα στην λίθινη τοιχοποιία του δυτικού κτιρίου του συγκροτήματος (κτίριο τάδε στον χάρτη) . Το συγκεκριμένο κτίσμα είναι χωρισμένο σε δύο κύριους χώρους, χωρίς επίπεδα καθ’ύψος. Ο πρώτος έχει πολυγωνική κάτοψη με τις τρεις πλευρές του κάθετες μεταξύ τους ,μήκους περίπου 5-6μέτρα και με τις υπόλοιπες δύο πλάγιες πλευρές του, μήκους περίπου 2,5 μέτρων, ενώ ο δεύτερος έχει ορθογωνική κάτοψη με διαστάσεις 6Χ3,8 και το συνολικό τους ύψος είναι 3,6 μέτρα. Και στους δύο χώρους οι τοίχοι είναι λίθινοι και σε κακή κατάσταση με μια επίστρωση λευκού κονιάματος που επιτρέπει την οπτική επαφή με τη φέρουσα λιθοδομή και το δάπεδο είναι καλυμμένο με υπολείμματα της λιθοδομής, απορρίμματα και παλιά έπιπλα. Η οροφή είναι μεταγενέστερη από μπετό και οπλισμό χάλυβα χωρίς κάποιο είδος επιχρίσματος. Η προσπέλαση από τον ένα χώρο στον άλλο γινόταν μέσω μιας πολύ χαμηλής πόρτας ,ύψους 1,64 με ξύλινη κάσα. Επιπλέον στον πρώτο χώρο εντοπίζονται θυρίδες εκ των οποίων η μία έχει κλειστεί με μπετό, αλλά και στον δεύτερο χώρο εντοπίζονται τέτοιου είδους παρεμβάσεις, όπου παράθυρα έχουν κλειστεί με τούβλα. Ακόμα, στον δεύτερο χώρο υπάρχει ένα δεύτερο διαχωριστικό μεταγενέστερο, του οποίου το λευκό επίχρισμα έχει διατηρηθεί σχεδόν ανέπαφο. Ενδιαφέρον αποτελεί ότι ο χώρος αυτός εκτός από μια πόρτα με ξύλινη κάσα και φεγγίτη, που οδηγεί στην αυλή διαθέτει και μια δεύτερη, ξύλινη ,χωρίς κάσα που τον συνδέει με το δίπλα κτίσμα.
Τα επόμενα, λοιπόν δύο κτίσματα αν και μοιάζουν στα υλικά και στις όψεις πολύ μεταξύ τους, σε επίπεδο κάτοψης δεν παρουσιάζουν κάποια ομοιογένεια αντίθετα μοιάζουν με δωμάτια που δημιουργήθηκαν προσθετικά. Τα δύο κτίσματα συνδέονται μεταξύ τους με το άνοιγμα μιας πόρτας, ενώ διαθέτουν και τα δύο μία ξύλινη με φεγγίτη και ένα παράθυρο με φεγγίτη στην πλευρά που είναι προσανατολισμένη προς την αυλή. Το συνολικό τους ύψος είναι 3,6 μέτρα και η οροφή είναι επίσης κατασκευασμένη από μπετό και οπλισμό χάλυβα, αν και η κατάσταση της είναι πολύ κακή συγκριτικά με το προηγούμενο κτίριο, αφού έχει σχεδόν καταρρεύσει ολόκληρη. Το γεγονός αυτό δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις υγρασίας για την ανάπτυξη βλάστησης στο δάπεδο και των δύο κτισμάτων. Ιδιαίτερο είναι το χρώμα του κονιάματος της λιθοδομής και των ξύλινων κουφωμάτων , μια απόχρωση του γαλάζιου και των θυρίδων που εντοπίζονται εσωτερικά σε κάθε ένα από αυτά.
Το κτίριο που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος είναι λιθόκτιστο και δεν έχει δεχθεί παρεμβάσεις. Είχε σίγουρα βοηθητική χρήση αφού η είσοδος σε αυτό γίνεται με καμάρα, όπου από τη μία πλευρά βρίσκεται ένας μεγάλος λιθόκτιστος φούρνος, ενώ από την άλλη ένα πολύ μικρό δωμάτιο υπερυψωμένο με ένα πολύ μικρό άνοιγμα, όπου τα τοιχώματα του έχουν φθίνουσα κλίση προς την εξωτερική πλευρά του τοίχου, που υποθέτουμε ότι ήταν πολεμίστρα.
Το τελευταίο κτίριο το οποίο είναι προσανατολισμένο προς την αυλή έχει καταρρεύσει, αλλά αναβιώνει σχεδόν ανέπαφη η πρόσοψη του. Η περιποιημένη λιθοδομή του, η σφηνοειδής πέτρινη εξωτερική σκάλα του, από λαξευμένους λίθους, η καμάρα στο ισόγειο και τα καμαρωτά του ανοίγματα δεν θυμίζουν σε τίποτα την προχειρότητα της κατασκευής των προηγούμενων κτισμάτων, αντίθετα παραπέμπουν σε ένα παλιότερο αρχοντικό με ενετικές επιρροές.
Η αυλή έχει ακανόνιστο σχήμα, αφού η περίφραξη από πολύ ψηλή λιθοδομή ακολουθεί την κλίση των υφιστάμενων κτισμάτων. Ωστόσο αν και σήμερα η βλάστηση είναι απεριποίητη και δύσκολα προσπελάσιμη παλιότερα η αυλή πρέπει να ήταν περιποιημένη και ευχάριστη με τα δύο κυκλικά λίθινα παρτέρια της.
Με βάση όλα τα παραπάνω θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε ότι το αρχοντικό αποτελούσε το κέντρο του συγκροτήματος και κατοικία κάποιου σχετικά ευκατάστατου κατοίκου, ενώ τα τριγύρω κτίρια στέγαζαν βοηθητικές λειτουργίες ή ακόμα και ανθρώπους που προσέφεραν υπηρεσίες στο αρχοντικό. Επιπλέον, το αρχοντικό, η ψηλή περίφραξη και η ύπαρξη πολεμίστρας παραπέμπουν σε ένα κτιριακό σύνολο φρουριακής αρχιτεκτονικής. Τέλος οι επεμβάσεις που έχουν δεχθεί τα υπόλοιπα επιμέρους κτίρια μαρτυρούν την αλλαγή των χρήσεων και των αναγκών με την πάροδο του χρόνου, χωρίς αυτή να έχει ενταχθεί ουσιαστικά και αρμονικά με το υπόλοιπο σύνολο.