Υπολογίζεται ότι ο πρώτος εποικισμός του χωριού υλοποιήθηκε γύρω στο 1650 μΧ. Το πρώτο κύμα προσφύγων που κατοίκησε την περιοχή απαρτιζόταν από 30 οικογένειες ηπειρωτικής καταγωγής, οι οποίοι έχτισαν τις 30 πρώτες κατοικίες (αρχοντικά). Κριτήρια για την επιλογή του σημείου εγκατάστασης τους αποτέλεσαν το αθέατο της περιοχής από τη θάλασσα και η εγγύτητα μεταξύ των σπιτιών. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται και από τη μικρή απόσταση ανάμεσα στις κατοικίες των Σακελλαρίου-Γραμμενόπουλου-Καραγιαννόπουλου-Ευσταθίου που υπάρχει ακόμη και σήμερα. Έναν αιώνα αργότερα από τον πρώτο χρόνο εποικισμού, ο οικισμός απέκτησε ολοκληρωμένη μορφή καθώς εκτός των κατοικιών πραγματοποιήθηκε η ανέγερση δυο ναών, (αφιερωμένοι και οι δυο στην Παναγία), η δημιουργία νεκροταφείου, η διαμόρφωση εσωτερικού δίκτυου δρόμων - τα γνωστά λιθόστρωτα καλντερίμια, η διαμόρφωση της πλατείας και το πρώτο τετρατάξιο σχολείο (σπίτι Γιάννη Χαρίτου σήμερα).
Κατά την Τουρκοκρατία, η Βυζίτσα, όπως και πολλά άλλα χωριά του Πηλίου, είχε χαρακτηριστεί ως βακούφι, ιδιότητα που διατήρησε μέχρι τον 18ο αιώνα. Ο χαρακτηρισμός των περισσότερων χωριών ως βακουφιών ήταν ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός γιατί εξασφάλιζε την αμιγώς χριστιανική ελληνική πληθυσμιακή σύνθεσή τους, απαγορεύοντας την εγκατάσταση Τούρκων. Επίσης, τα προφύλασσε από φορολογικές αυθαιρεσίες γιατί ήταν καθορισμένο και χαμηλό το οφειλόμενο ποσό που αποδιδόταν εφάπαξ του έτους στο βοεβόδα (εκπρόσωπο της οθωμανικής διοίκησης). Ως αποτέλεσμα η Βυζίτσα διατήρησε μία "σχετική" γαλήνη και ανάπτυξη η οποία διαταράχθηκε τα πρώτα χρόνια του έντονου απελευθερωτικού αγώνα του 1821. Τότε, ο Άνθιμος Γαζής πρωτοστάτησε στις επαναστατικές ενέργειες που έλαβαν χώρα στην περιοχή του Πηλίου με αποτέλεσμα το 1823, ο Ρεσίτ Πασάς να καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος των χωριών του Πηλίου, ως αντίποινα στις δράσεις αυτές. Ταυτόχρονα, ληστές αρβανίτικης καταγωγής άδραξαν την ευκαιρία και με επιδρομές και λεηλασίες έκαψαν χωριά του δυτικού Πηλίου, συμπεριλαμβανομένου και ενός μέρους της Βυζίτσας. Δεδομένου των δυσμενών αυτών συνθηκών, ο οικισμός εγκαταλείφθηκε προσωρινά από τους κατοίκους.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η πηλιορείτικη οικονομία παρήκμασε, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του μεταναστευτικού ρεύματος προς ελληνικές πόλεις και χώρες του εξωτερικού με ευμενέστερες οικονομικές συνθήκες, με το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού να καταλήγει στην Αίγυπτο. Οι πάροικοι επηρέασαν την τοπική ζωή με χρηματικές συναλλαγές, είτε ως χορηγίες που στόχευαν στην ανέγερση κοινωφελών ιδρυμάτων, είτε ως επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία (κτήματα ή κατασκευή κτιρίων). Η ιδιαιτερότητα των νέων αυτών κτιρίων (κατοικιών για αυτούς και τις οικογένειές τους) είναι η ανάμειξη στοιχείων δυτικής προέλευσης με τον τοπικό χαρακτήρα και η χρήση τους κυρίως ως θερινές - παραθεριστικές κατοικίες.
Πηγές πληροφοριών: