Η σύνθεση του οικισμού παρουσιάζει ιδιαίτερο μορφολογικό ενδιαφέρον. Οι κάτοικοι του χωριού , με την εξειδικευμένη γνώση τους, κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη φυσική κλίση του εδάφους και να κτίσουν σπίτια με αρχές δομικής αρμονίας. Με μια ματιά εύκολα διακρίνει κανείς την προσαρμογή του κάθε σπιτιού στις κυματιστές πλαγιές. Έτσι, τα περισσότερα σπίτια είναι κτισμένα σε επικλινές, βραχώδες έδαφος, η μορφολογία του οποίου είναι τέτοια που η θεμελίωση δεν απαιτεί μεγάλη εκσκαφή. Τα σπίτια κτίστηκαν πάνω σε στερεό έδαφος, το μισό σπίτι βρίσκεται σε ημιυπόγειο χώρο και υποβαστάζει το υπόλοιπο κτίσμα, του οποίου η είσοδος είναι ισόγεια. Το σπίτι διαμορφονώταν συνήθως σε τρία επίπεδα : το κατώι, την ισόγεια κατοικία και τον πρώτο όροφο.
Τα σπίτια συνήθως διακρίνονταν από ένα ελεύθερο οικιστικό σχέδιο. Οι κατόψεις των κτιρίων αποτελούσαν μια τυποποιημένη, δομημένη σύνθεση με πολλαπλά σχήματα, αρκετά αραιές στο περιβάλλοντα χώρο. Είχαν μια συγκροτημένη και προβλεπόμενη γεωμετρική μορφή κατόψεων ενός παραδοσιακού οικισμού στην Ήπειρο με διάπλατη χωρική και λειτουργική σχέση με το περιβάλλον. Σχεδόν κάθε σπίτι διέθετε ελεύθερο χώρο περιμετρικά της κύριας οικείας για κήπο και αυλή.
Οι δρόμοι επικοινωνίας που χαράχτηκαν στον οικισμό ακολουθούσαν τις φυσικές ανηφόρες και κατηφόρες, άλλωτε πλατιοί και άλλωτε πιο στενοί και σηματοδοτούσαν τις περισσότερες φορές την είσοδο της αυλόπορτας μιας ιδιοκτησίας.
Έδιναν μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες και στην εναρμόνηση του κτίσματος με τον περιβάλλοντα χώρο. Συγκεκριμένα, ο οικισμός παρουσιάζει μια εντυπωσιακή συνοχή και συμβατότητα με το φυσικό περιβάλλον του, καθώς η αρχιτεκτονική και οι δρόμοι είναι ενσωματωμένοι με φυσικό τρόπο στο τοπίο. Αυτή η εναρμόνηση με τη φύση αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά και τονίζει τη σπουδαιότητα της αειφορίας και της βιωσιμότητας στην αρχιτεκτονική και τον σχεδιασμό του περιβάλλοντος.