Μονεμβασιά (Τμήμα Δ)

Υφιστάμενο Νομοθετικό Πλαίσιο

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 άρχισαν οι κάτοικοι να εγκαταλείπουν τον παλαιό τειχισμένο οικισμό της Μονεμβασίας. Κάποιοι μετακινούνται και εγκαθίστανται στην πρωτεύουσα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εγκαταστάθηκε στον μικρό οικισμό της Γέφυρας που είχε δημιουργηθεί στο σημείο σύνδεσης με τη στεριά. Αυτή η ενέργεια των κατοίκων είχε ως αποτέλεσμα την δεκαετία του 1960 να απομείνουν εντός των τειχών γύρω στους 100 κατοίκους που κυρίως ήταν ηλικιωμένοι. 

Όσοι κάτοικοι είχαν απομείνει εξακολουθήσαν να ζουν χωρίς τροχοφόρα, ηλεκτρικό ρεύμα χρησιμοποιώντας το νερό από τις στέρνες. Τα μόνα έργα που γίνονταν ήταν κυρίως μικρές επισκευές για τη συντήρηση των σπιτιών ενώ αρκετά κτίσματα εγκαταλείπονταν.  

Ως το 1963 όπου εκείνη την περίοδο το Κάστρο άρχισε να δέχεται επισκέπτες από άλλες χώρες, όπου πάρα πολλοί από αυτούς έδειξαν έναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τόπο και άρχισαν να αγοράσουν κάποια χτίσματα που είχαν αρχίσει να μισό γκρεμίζονται. Οι Μονεμβασιώτες ήθελαν να απαλλαγούν από το βάρος των ιδιοκτησιών τους και να ξεχρεώσουν από τις υποχρεώσεις τους και για αυτό συμφωνούσαν στις προσφορές των ξένων αγοραστών. Οι αγοραστές αυτοί κατάγονταν από την Ευρώπη και ήταν κυρίως Ελβετοί, Γάλλοι, Αμερικανοί, Ολλανδοί ακόμη και Έλληνες.  

Για να δοθεί η άδεια κατασκευής ή ανακαίνισης στους αγοραστές, ήταν αρκετό ένα απλό σκαρίφημα του κτίσματος που η σύνταξή του γινόταν από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες ή από κάποιους ντόπιους μεσολαβητές. Αυτό οδήγησε στο να μην διατηρηθούν τα σπίτια με τα χαρακτηριστικά τους που τα αποτελούν, καθώς η πρόθεσή τους ήταν να μεταμορφώσουν τα σπίτια σε «βυζαντινά» επειδή χαρακτηριζόταν η Μονεμβασιά ως «Βυζαντινή Καστροπολιτεία». Με αυτές τις επεμβάσεις σβήνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας μακράς τοπικής αρχιτεκτονικής παράδοσης και επιβάλλεται ένα νέο κίβδηλο ύφος. 

Το 1965 ενώ συνεχίζονταν οι αγορές σπιτιών, έγινε κήρυξη της Μονεμβασίας σε διατηρητέο μνημείο και την ευθύνη του ελέγχου κατασκευών ανέλαβε η Αρχαιολογική υπηρεσία. Παράλληλα, γύρω στο 1965, ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού ενδιαφέρθηκε για την τουριστική ανάπτυξη του Κάστρου της Μονεμβασίας, με την δημιουργία ενός μεγάλου ξενοδοχείου. Ωστόσο τα σχέδια αυτά ματαιώθηκαν για διάφορους παράγοντες, ένας εκ των οποίων ήταν η απόφαση το 1967 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ότι μελέτες που υποβάλλονταν για το Κάστρο θα έπρεπε να είναι υπογεγραμμένες από αρχιτέκτονες. Αυτή η απόφαση έφερε ριζικές αλλαγές στην αντιμετώπιση των κτιρίων, αφού η υποβολή μιας λεπτομερούς αποτύπωσης με τεκμηριωμένα στοιχεία και μελέτες είχε ως αποτέλεσμα την διατήρηση του ύφους και του σεβασμού των κανόνων που χαρακτήριζαν την αρχιτεκτονική ενός Μεσαιωνικού οικισμού.  

Τέλος, στην ανάδειξη και στην προστασία της Μονεμβασιάς ως ιστορικός τόπος έπαιξαν σημαντικό ρόλο το ζεύγος Καλλιγά όπου με τη δική τους συμμετοχή ανέδειξαν την ομορφιά αυτού του πλούσιου ιστορικά οικισμού. Πρόθεση των δύο αυτών αρχιτεκτόνων ήταν ο ανασχεδιασμός ή ανακατασκευή των χτισμάτων σύμφωνα με τις επιταγές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, χωρίς όμως ναι αλλοιωθεί η ιστορική εικόνα του οικισμού. Επίσης όπως οι ίδιοι ανέφεραν : «Όταν θέλεις να κάνεις αρχιτεκτονική σε ιστορικούς τόπους δεν μπορείς να προβάλλεις τη δική σου προσωπικότητα αλλά πάντα πρέπει να σέβεσαι και να ακολουθείς αυτό που κάποιος άλλος δημιούργησε πριν από σένα δηλαδή να δέχεσαι την παραλαβή της σκυτάλης από αυτούς που προηγήθηκαν και πρόσθεταν μια από τις πολλές φάσεις που είχε κάθε κτίσμα». Επομένως με αυτήν την πρόθεση το ζεύγος Καλλιγά έλαβε ένα σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη των ιστορικών μνημείων και χτισμάτων της Μονεμβασιάς, χωρίς να αλλοιωθεί η ιστορική εικόνα του τόπου με την βίαιη εισαγωγή νέων στοιχείων, αλλά με το σεβασμό προς την ιστορία δημιούργησαν μια «νέα» Μονεμβασιά που σήμερα την επισκέπτονται τουρίστες από όλο τον κόσμο.  

 Πηγή: Αλέξανδρος Γ. και Χάρις Καλλιγά. (2006) “Μονεμβασία, Ξαναγράφοντας σε παλίμψηστα”, σ. 17-18, 28-38.