Οι φέρουσες τοιχοποιίες στον οικισμό χτίζονται από ασβεστόλιθους με ελάχιστη κατεργασία των λίθων. Συχνά ανάμεσα στην αργολιθοδομή τοποθετούνται σαν γέμισα, μικρά θραύσματα κεραμικών, τα «τσιβίκια», για να απορροφούν την υγρασία που αποτελεί πρόβλημα, ειδικά για μια παραθαλάσσια περιοχή. Η γωνία είναι το πιο κρίσιμο σημείο της τοιχοποιίας και το πιο πιθανό να αστοχήσει, γι΄αυτό, οι ακρογωνιαίοι λίθοι, τα λεγόμενα αγκωνάρια έχουν μεγαλύτερο μέγεθος και είναι λαξευμένες σε αντίθεση με τους λίθους που εφαρμόζονται στην υπόλοιπη τοιχοποιία.
Γενικά όσο πιο λαξευμένες είναι οι πέτρες τόσο λιγότερο κονίαμα απαιτείται ενδιάμεσα τους για τη συνοχή της κατασκευής. Όμως το περισσότερο κονίαμα που χρησιμοποιείται στις αργολιθοδομές για να συνδεθούν, γίνεται τελικά επίχρισμα με τον τρόπο τοποθέτησης του. Δεν περιορίζεται στον αρμό και προστατεύει ακόμη περισσότερο την τοιχοποιία καλύπτοντας την. Οι διαφορετικοί τρόποι εφαρμογής του επιχρίσματος και ο χρωματισμός του με ώχρες, κοκκινωπά, λευκά και αναμείξεις συμμετέχουν στην εμπειρία της Μονεμβασιάς.
Είναι χαρακτηριστικό της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, κάποια μορφή που προκύπτει από ανάγκη, να αποτελεί τελικά αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η απότμηση των εξωτερικών γωνιών του κτηρίου γινόταν για την πιο άνετη κυκλοφορία των ζώων λόγω στενότητας των περασμάτων. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές ανάλογα με το αν θα είναι καμπύλη, ορθοκανονική, από λαξευμένους ή αργούς λίθους, ακόμη και ο τρόπος που θα εφαρμοστεί το κονίαμα επηρεάζει ποιες γεωμετρίες που θα αναδειχθούν.