Πύργος Ιθώμης

Συμπεράσματα

Α) Παράγοντες που επέδρασαν στον καθορισμό της μορφής του οικιστικού συνόλου

Η μορφή των οικισμών έχει επηρεαστεί από ποικίλους παράγοντες που διαφέρουν μεταξύ τους. Αρχικά, στην διαμόρφωση του Πύργου Ιθώμης έχει συμβάλει το ανάγλυφο του εδάφους και το κλίμα. Συγκεκριμένα, στην περιοχή υπάρχει μια μεγάλη κοιλάδα στην οποία μαζεύονται όλα τα ρεύματα, πράγμα που διαπιστώσαμε και μόνοι μας κατά την διέλευσή μας από το ένα χωριό στο άλλο, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει κίνδυνος πλημμύρας στο σημείο αυτό. Για τον λόγο αυτό και για λόγους υγιεινής οι κάτοικοι έχτισαν στους πρόποδες του βουνού με αρχική πρόθεση να εγκατασταθούν ακόμα ψηλότερα, όπου υπάρχει κάποια προστασία από τα καιρικά και φυσικά φαινόμενα, όμως λόγω καθιζήσεων του εδάφους αυτό δεν κατέστη δυνατό. Επιπλέον θα λέγαμε πως η ανάπτυξη των κτισμάτων κατευθύνεται κυρίως από τον αυθαίρετη χωρική επιλογή των κατοίκων και εν μέρη από τη χάραξη του κύριου δρόμου. Το χωριό μεταφέρθηκε στο συγκεκριμένο σημείο στα τέλη του 19ου αιώνα καθώς οι μέχρι τότε εγκαταστάσεις ήταν αποτυχημένες λόγω έλλειψης χώρου, καθιζήσεων και επιδημιών. Αντίθετα, η εγκατάσταση των Καππασιωτών στη συγκεκριμένη περιοχή έγινε αρκετά μεταγενέστερα της Ιθώμης, περί το 1920. Επιπλέον, η πολεοδομική οργάνωση της Καππά είχε ανατεθεί από τον Δήμο σε πολιτικό μηχανικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ορθοκανονική οργάνωση του οικισμού.

 

Β) Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του οικισμού και ο βαθμός ομοιογένειας και διαφοροποίησής του

 Πλέον οι αλλοιώσεις στους οικισμούς είναι πολυάριθμες και ποικίλες ώστε ο αρχικός παραδοσιακός τους χαρακτήρας να μην είναι, ούτε ευδιάκριτος, αλλά ούτε και σαφής. Αντίθετα επικρατεί μια ανομοιογένεια που συναντάται στο πλήθος των επεμβάσεων και των μεταγενέστερων κτιρίων που δεν ακολουθούν κάποια τυπολογία σε σχέση με τους αρχικούς παραδοσιακούς τύπους. Δηλαδή στον χώρο «μπλέκονται» διαφορετικές χρονικές περίοδοι και μορφές χωρίς κάποια ιδιαίτερη ενότητα μεταξύ τους.

Παρ’ όλο που τα μεταγενέστερα κτίσματα δεν ακολουθούν κάποια τυπολογία, σε όσα παραδοσιακά έχουν διατηρηθεί και μελετήσαμε μπορούμε να διακρίνουμε κάποιους τύπους που ακολουθούν, οι οποίοι αναλύθηκαν παραπάνω.

Ωστόσο, παρά την ανομοιογένεια, υπάρχει μια ομοιογένεια, εννοώντας πως δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις μεταξύ των οικιστικών ενοτήτων. Αυτές διαφοροποιούνται μόνο μέσω του χωρικού σχεδιασμού τους. Δηλαδή στην Ιθώμη οι επιμέρους γειτονίες γίνονται διακριτές λόγω του έντονου γεωγραφικού ανάγλυφου, ενώ στην Καππά επικρατεί ένα ενιαίο σύστημα χωρίς να γίνεται ιδιαίτερα διακριτή η ταυτότητα των ενοτήτων.

 

Γ) Βαθμός διατήρησης του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα του οικισμού και οι αλλοιώσεις του

 Οι οικισμοί μας συνιστούν δύο από τους πολυάριθμους παραδοσιακούς οικισμούς στον ελλαδικό χώρο, με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική συνυφασμένη με τον τοπικό τους χαρακτήρα. Αυτό το παραδοσιακό τους ύφος είναι περισσότερο εμφανές στα παλαιότερα κτίσματα που δεν έχουν υποστεί επεμβάσεις και αλλοιώσεις. Δυστυχώς, αυτά, βρίσκονται είτε σε κακή κατάσταση είτε σε μορφή ερειπίων, όμως ακόμη και σε αυτή τη κατάσταση μπορούν να μας φανερώσουν επιπλέον υπέροχα στοιχεία, όπως είναι ο τρόπος δόμησής τους.

Κατ’αυτό τον τρόπο, τα παλαιότερα οικήματα συνιστούν την μεγαλύτερή μας πηγή, από την οποία αντλούμε τα συμπεράσματα μας για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική που διέπει τους συγκεκριμένους οικισμούς.

Έτσι, αρχικά η χωροταξική τους οργάνωση διαφέρει σε μεγάλο βαθμό και αποδίδεται σε διαφορετικά αίτια. Στην περίπτωση της Ιθώμης, κυριαρχεί ο νομαδικός χαρακτήρας και η δυναμική ανάπτυξη. Επεξηγώντας, η οργάνωση προέκυψε από τον αυθαίρετο σχεδιασμό των κατοίκων, επηρεασμένος μάλιστα από το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο. Αντίθετα, η Καππά συνιστά μεταγενέστερο οικισμό και ο σχεδιασμός της είναι συνολικός και αποδίδεται σε πολιτικό μηχανικό.

Είναι έκδηλο πως τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι κατά βάση πέτρα, ξύλο, καλάμια και χώμα. Αναλυτικότερα, οι τοίχοι είναι λιθόκτιστοι και συνιστούν ταυτόχρονα τον φέροντα οργανισμό. Έπειτα, τα δάπεδα είναι ξύλινα, και στην στέγαση επικρατούν τα ξύλινα δοκάρια για στήριξη και η πλήρωση-κάλυψη γίνεται με κεραμίδια διαφόρων ειδών, με επικρατέστερα τα γαλλικού τύπου. Η πληθώρα μάλιστα από αυτά τα υλικά όπως φαίνεται, αλλά και από συγκεκριμένες μαρτυρίες αντλούνται τόσο από το φυσικό περιβάλλον, όσο και από ερείπια ή κατεστραμμένα κτίρια. Επομένως επιτυγχάνεται τόσο η οικονομία, η ανακύκλωση και η επανάχρηση υλικών όσο και η σύνδεση με τον τόπο και το περιβάλλον.

Αναφορικά με τους ορόφους,  τα προγενέστερα κτίρια φαίνεται να μην ξεπερνούν τους δύο ορόφους και μάλιστα τα περισσότερα διακρίνονται παράλληλα από μικρό ύψος ορόφου.

Ως προς τις αρχιτεκτονικές μορφές φαίνεται πως επικρατούν κάποιοι τύποι, ένας εκ των οποίων είναι ορθογώνιου σχήματος. Λεπτομερέστερα, έχουμε ένα ορθογώνιο κτίσμα, στο οποίο η είσοδος πραγματοποιείται από το κέντρο της μεγαλύτερης πλευράς. Σε ορισμένα προηγείται αυλή, χωρίς την ύπαρξη κάποιου κανόνα. Ακριβώς απέναντι από την είσοδο, συναντάμε μια σκάλα σχήματος «Π» που οδηγεί στον όροφο. Εκατέρωθεν της σκάλας υπάρχουν δύο  δωμάτια χωρισμένα με τοίχο . Αυτά υπάρχουν και στο επίπεδο του ορόφου. Σε ορισμένους εσωτερικούς χώρους υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα που χωρίζονται με ένα ή περισσότερα σκαλοπάτια με μικρό ρίχτι, για να ακολουθήσουν καλύτερα την μορφολογία του εδάφους. Ακόμη ορισμένα κτίσματα δεν διαθέτουν χώρισμα για ένα από τα δύο διαμορφωμένα δωμάτια το οποίο διατίθεται ως χώρος σαλονιού.

Ένας άλλος τύπος, τον οποίο ακολουθεί και το κτίριο μελέτης μας, είναι ένας τύπος σχήματος τετραγώνου. Σε αυτόν, το κτίσμα έχει τετράγωνη κάτοψη. Στο ισόγειο ο χώρος χωρίζεται σε δύο ενιαίους χώρους, έναν στην είσοδο και έναν στο βάθος, που λειτουργούσαν ως αποθήκη και στάβλος αντίστοιχα,  ενώ η σκάλα βρίσκεται  σχεδόν στο κέντρο του χώρου της αποθήκης που περιλαμβάνει και την είσοδο. Στον όροφο, ο χώρος που βρίσκεται πάνω από το στάβλο που βρίσκεται στο βάθος, χωρίζεται σε κουζίνα και ένα δωμάτιο . Μπροστά από την κουζίνα και δηλαδή στον χώρο που βρίσκεται πάνω από τον χώρο εισόδου, χωρίζεται σε ένα κλειστό δωμάτιο και ένα υπαίθριο χώρο. Εν ολίγοις στον όροφο ήταν η διημέρευση ενώ στο ισόγειο ήταν οι αποθηκευτικοί χώροι.

Συμπεραίνουμε λοιπόν πως επικρατούν απλές αρχιτεκτονικές μορφές και απλές κατασκευαστικές αρχές, διαμορφώνοντας μια λιτή αρχιτεκτονική. Αυτή η αρχιτεκτονική αντικατοπτρίζει τον λιτό, καθημερινό τρόπο ζωής των κατοίκων, την ενότητα που τους διακρίνει όπως επίσης την απαίτηση τους οι αρχιτεκτονική να έχει περισσότερο χρηστική αξία ώστε να είναι ικανή να καλύψει τις ανάγκες τους και σημαντικά προβλήματα της ζωής τους όπως οι κακοκαιρίες, οι εχθρικές επιδρομές κ.α.

Δεδομένου ότι οι κάτοικοι είχαν άμεση σχέση με την κατασκευή των κτιρίων, εμφανίστηκε μια εμπειρική γνώση που προέκυψε με μόχθο και ακολουθώντας το πέρασμα τον γενεών, πρόσφερε στον άνθρωπο σαφείς κατασκευαστικές και αρχιτεκτονικές αρχές.

Ωστόσο, συμπορευόμενη με τις κοινωνικοπολιτικές και τεχνολογικές εξελίξεις αλλά περισσότερο με τις όλο και αυξανόμενες ανάγκες του ανθρώπου, η αρχιτεκτονική λειτουργεί ως ένας ζωντανός οργανισμός, αλλάζοντας συνεχώς τη φιλοσοφία της, τους στόχους, τις τεχνοτροπίες και τα υλικά της. Έτσι σταδιακά εμφανίζονται διάφορες επεμβάσεις στα υπάρχοντα κτίρια που φανερώνουν τις αυξανόμενες ανάγκες των κατοίκων. Από αυτές ελάχιστες είναι εκείνες που αξιοποιούν τα προϋπάρχοντα υλικά αλλά η ανάγκη για πιο γρήγορη και οικονομική κατασκευή οδήγησε στη χρήση τσιμέντου. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι οι επεμβάσεις που έγιναν και είχαν στόχο την επισκευή των παλαιών κτιρίων ή επέκταση αυτών, έχουν γίνει με τρόπο που αλλοιώνει την τοπική παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Συγκεκριμένα χρησιμοποιείται σκυρόδεμα για επεκτάσεις χώρων οι οποίες επιφέρουν ενδεχομένως και καταστροφή της παλαιάς λίθινης τοιχοποιίας και σκυρόδεμα, τούβλο ή επιχρίσματα για πρόχειρες επισκευές που κάθε άλλο παρά ταιριάζουν με το χαρακτήρα των κτισμάτων. Άρα μπορούμε να ισχυριστούμε πως διαπιστώνουμε μία αυτοσχέδια χρήση των επεμβάσεων.

Προχωρόντας όμως ακόμα περισσότερο στον χρόνο είναι έκδηλη η αυξανόμενη επιρροή από την τεχνολογία και τον αστικό τρόπο ζωής. Αυτή έχει από επιγέννημα τη δημιουργία κτισμάτων που αποστασιωποιούνται πλήρως από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και ακολουθούν την συμβατική κατασκευή με οπλισμένο σκυροδέμα. Προφανώς γίνεται λόγος για τα μεταγενέστερα κτίρια, ελάχιστα από τα οποία εμφανίζουν πρόθεση να ενταχθούν στο αρχιτεκτονικό ύφος του και στο φυσικό περιβάλλον του οικισμού καθώς τα περισσότερα ακόμη φτάνουν τους τρείς ορόφους.