Πύργος Ιθώμης

Ιστορικά Στοιχεία

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΥΡΓΟΥ ΙΘΩΜΗΣ

Η αρχαία Ιθώμη ήταν χτισμένη απάνω σε δυσπρόσιτο και βραχώδες αντέρεισμα των Aγράφων, ύψους περίπου 500 μέτρων. Η αρχαία Ιθώμη υπήρξε και άκμασε στην περιοχή του σημερινού χωριού Πύργος Ιθώμης. Την αναφέρει ο Όμηρος στο βιβλίο Ιλιάδα Β’. Ραψωδία, στίχος 729(1), ο οποίος την ονομάζει «κλωμακόεσα», και λέει για αυτήν ότι οι κάτοικοι της έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Την αναφέρει επίσης και ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» το, ο οποίος λέει ότι γύρω της υπήρχαν και άλλα τέσσερα φρούρια.

Μία πρόσφατη μελέτη σχετική με την Ιθώμη, αναφέρει ότι « το βασίλειο της Ιθώμης πρέπει να κάλυπτε όλη την περιοχή από το σημερινό χωριό Πύργος, Γράλιστα, Φανάρι, ως το Βουνέσι και την όλη εκείνη περιοχή.

Η ακρόπολη της Ιθώμης βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της περιοχής του σημερινού χωριού, στην κορυφή κωνοειδούς αντερείσματος των Αγράφων, το οποίο οι σημερινοί κάτοικοι ονομάζουν «Κάστρο».

Σύμφωνα με τη μυθολογία, εκεί γεννήθηκε ο Ζεύς και ανετράφη από τις δύο νύμφες τη  Ιθώμη και την Νέδα. Η πρώτη έδωσε το όνομα της στην πόλη, και η δεύτερη στον ποταμό που  περνούσε στην άκρη της αρχαίας πόλεως και σήμερα ονομάζεται Νέδας ή Μέγας.

Με την παρακμή της αρχαίας Ιθώμης, ο κύριος όγκος των κατοικιών της πολιτείας αυτής μετοίκησε στην Μητρόπολη, όπως μας λένε οι μαρτυρίες του Στράβωνα. Υπολείμματα όμως αυτών παρέμειναν γύρω από την Ιθώμη και δημιούργησαν μικρούς οικισμούς.

Ένας τέτοιος οικισμός υπήρξε εκεί περί την Ιθώμη κατά τους τελευταίους μεσαιωνικούς χρόνους, με την ονομασία “Πύργος Ιθώμης”. Η ονομασία αυτού του οικισμού αποτελείται από το όνομα της ακροπόλεως των οικισμών και της Ιθώμης που τότε λεγόταν “Πύργος”, και από το όνομα της αρχαίας πόλης “Ιθώμης”. Αυτό σημαίνει πως οι κάτοικοι του οικισμού αυτού, ως κατευθείαν απόγονοι των κατοίκων της Ιθώμης, έδωσαν την ονομασία αυτή στον οικισμό τους, αφενός για να διατηρήσουν το δεσμό με τους προγόνους τους, και αφετέρου για να διαιωνίσουν και την καταγωγή τους.

Στο χώρο πρέπει να υπήρξαν κι άλλοι τέτοιοι οικισμοί, και αυτό το επιβεβαιώνει η ύπαρξη μιας εκκλησίας εκεί, παλαιότερα, προς τιμήν του Αϊ - Γιάννη τα ερείπια της οποίας σώζονται ακόμη στην κορυφή του ομώνυμου λοφίσκου. Αυτή πρέπει να αντιπροσώπευε κάποιο οικισμό.

Στις αρχές του 17ου αιώνα οι κάτοικοι, έχοντας την ανάγκη να ζήσουν σε μια μεγαλύτερη κοινότητα, συγκροτούν χωριό στην τοποθεσία την οποία σήμερα οι κάτοικοι ονομάζουν “Παλιοχώρι”. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται ανατολικά του σημερινού χωριού, σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από αυτό, ακριβώς πάνω από τα αμπέλια τους.

Αργότερα στις αρχές του 18ου αιώνα οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το μέρος εκείνο γιατί σύμφωνα με την παράδοση πάθαινε συνέχεια καθιζήσεις, και εγκαταστάθηκαν λίγο πιο πάνω στην θέση “Γατσούλια”, την οποία σήμερα ονομάζουν “Παλιόσπιτα”. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται νοτιότερα από σημερινό χωριό, σε απόσταση περίπου 300 μ. από αυτό.

Μετά την εγκατάστασή τους εκεί, οι κάτοικοι χτίζουν την εκκλησία των “Δώδεκα Αποστόλων” στη θέση “Στάλος”, την οποία αποπεράτωσαν το 1845 όπως αναγράφεται στην πλάκα στο κεφαλάρι της κύριας εισόδου. Επειδή οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν καμπάνες στις εκκλησίες οι κάτοικοι τοποθέτησαν ένα σήμαντρο στα ενδιάμεσα το οποίο χτυπούσε ο παπάς καθώς πήγαινε στην εκκλησία να λειτουργήσει. Αργότερα το σήμαντρο αυτό τοποθετήθηκε στο σχολείο του χωριού αντί για καμπανάκι, ενώ σήμερα βρίσκεται κρεμασμένο στον “Τρανό” πλάτανο, δίπλα από το καμπανάκι του νεόχτιστου σχολείου.

Και στο μέρος αυτό οι κάτοικοι δεν έμειναν αρκετό καιρό διότι σύμφωνα με την παράδοση, πέθαιναν όλα σχεδόν τα παιδιά λίγο καιρό μετά την γέννησή τους. Αυτό τους δημιούργησε την σκεψη ότι το μέρος ήταν αφορισμένο και το εγκατέλειψαν. Έτσι στη δεκαετία 1860-1870 εγκαταστάθηκαν στην τοποθεσία που είναι το χωριό σήμερα. Ιστορικά ο Πύργος-Ιθώμης και οι κάτοικοί του αποτελούν τη συνέχεια της αρχαίας Ιθώμης.

Το χωριό, λοιπόν, Πύργος Ιθώμης έχει έκταση περίπου 4.000 στρέμματα και κατά τη τουρκοκρατία αποτελούσε τσιφλίκι του Τσολάκογλου (από τη Ρεντίνα), ο οποίος το 1700 το πούλησε στον κυρ-Αλέξη, γραμματέα του Σουλτάνου. Το 1860 αγοράστηκε από τον καταγόμενο από τη Λοξάδα τούρκο Εμίν Κούλογλου, ο οποίος το πούλησε το 1892 στους κατοίκους του, με το 9017/1892 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Καρδίτσας Θωμά Ν. Τζαβέλλα. Από την αγοραπωλησία αυτή οι κάτοικοι του Πύργου Ιθώμης, παρέλαβαν, σύμφωνα με όσα αναγράφονται στο συμβόλαιο, δεκατέσσερες (14) ανώγειες οικίες, πέντε (5) χαμώγειες, ένα (1) κουνάκι (αποθήκη) καρπών, καλλιεργήσιμη και μη γή, λιβάδια, αλώνια, καπνοτόπια, δάση, λατομεία, υδρόμυλους, ύδατα, βοσκήσιμους τόπους, καρποφόρα και μη δέντρα, συνολική έκταση χίλια εξακόσια ογδόντα έξι (1686) στρέμματα ως έγγιστα. Το ποσό της αξίας αυτών καθορίστηκε στις χίλιες τετρακόσιες (1400) οθωμανικές λίρες από τις οποίες ο πωλητής έλαβε τις εκατό (100) κατά την υπογραφή του συμβολαίου. Το υπόλοιπο ποσό συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε δύο ισόποσες δόσεις, η πρώτη τον Οκτώβριο του 1892 και η άλλη τον Οκτώβριο του 1893.

 Με την εξόφληση του ποσού ο πωλητής όφειλε να παραδώσει και του οθωμανικούς τίτλους κτηματολογίου (ταπία) δώδεκα (12) τον αριθμό. Με την παραλαβή των αγορασθέντων οι κάτοικοι μοίρασαν την καλλιεργήσιμη γή σε είκοσι μία (21) μερίδες, όσες και οι οικογένειες που είχαν δικαίωμα κλήρου. Η κάθε μερίδα αντιστοιχούσε σε τριάντα τέσσερα βασιλικά στρέμματα των 1270 τ.μ. το καθένα.

 Τη μη καλλιεργήσιμη έκταση, δάση, βοσκότοποι, κλπ, οι κάτοικοι τότε, την άφησαν κοινόχρηστη, συνιδιόκτητη και συμφώνησαν να τη διαχειρίζεται επιτροπή από κατοίκους του χωριού η οποία εκλέγεται εκάστοτε, με τη συνδρομή και της Κοινότητας.  Επίσης, από την μη καλλιεργίσιμη γη μοίρασαν και τα πλατάνια με σκοπό να εκμεταλλευτούν την ξυλεία τους. Σε κάποιες περιοχές που τα πλατάνια βρίσκονταν σε χερσαίο έδαφος οι ιδιοκτήτες τους θεώρησαν το κομμάτι αυτό γης οικόπεδο και έχτισαν σε αυτό με αποτέλεσμα η νότια πλευρά του χωριού να χάσει την περιβαντολογική της ομορφιά, αλλά και να αποκλειστεί η διαμέσου αυτής πρόσβαση.

Όσον αφορά το κτίσιμο των σπιτιών της περιοχής του Δήμου Ιθώμης δεν υπήρχαν επαγγελματίες κτίστες για να αναλαμβάνουν το κτίσιμο των σπιτιών. Αυτό το αναλάμβαναν παρέες κτιστάδων από την Ήπειρο, με την οποία ο Νομός Καρδίτσας συνορεύει Δυτικά. Τις παρέες αυτές τις ονόμαζαν «κομπανίες».

Ο επικεφαλής της παρέας, ο αρχιμάστορας, έκανε συμφωνία με τον ενδιαφερόμενο για το σχέδιο του σπιτιού, για τα θεμέλια, ποιος θα βγάλει την πέτρα, ποιος θα τη μεταφέρει και τελευταία για την αμοιβή.

Τα σπίτια τα κατασκεύαζαν οποιοδήποτε μήνα από το Μάιο μέχρι  τον Οκτώβριο.

 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΠΠΑΣ

Πρόκειται για ένα χωριό με ωραία ρυμοτομία το οποίο σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από Ιταλούς εποίκους τον 9ο μ.Χ. αιώνα σε διαφορετική θέση από την σημερινή, όπου και εντοπίζεται η αρχαία πολίχνη Καππούα. Από διάφορα ευρήματα του 2ου αι. π.Χ. φαίνεται πως η Καππούα υπήρχε από τότε αλλά με διαφορετικό όνομα το οποίο δεν μας είναι γνωστό σήμερα. Η θέση της αρχαίας πόλης εντοπίζεται στη δεξιά όχθη του Πάμισου (Μπλιούρη), που περνούσε τότε διχαλωτά, βόρεια και νότια του σημερινού χωριού Μαγουλίτσα και ακολουθούσε τη γραμμή μεταξύ Φανάρ-Μαγούλα και του βορειότερου σημείου ροτ αντερείσματος του Φαναριού, στη θέση Γαυρώνα, Κομπέλου-Κρανιάς, Καρδιτσομαγούλας-Καλογριανών, Μερίχοβου-Μυροσίου, Μακρυχωρίου-Ψαθοχώρας (Ράκοβα).

Από το 1381 ως το 1596, σύμφωνα με εκκλησιαστικά έγγραφα και επιγραφές σε εκκλησίες και μοναστήρια, ήταν έδρα της Επισκοπής Καπούας και Φαναρίου, και έφερε τον τίτλο "Καπούας" ή "Καπού", με πρώτο επίσκοπο τον Δαμιανό και τελευταίο επίσκοπο το νεομάρτυρα Αγ. Σεραφείμ.

Η Καππούα άρχισε να παρακμάζει στις αρχές του 17ου αιώνα μ.χ. ενώ είχε την ατυχία να σβήσει απότομα εξαιτίας μιας ασθένειας, κατά πάσα πιθανότητα πανούκλας, που έπληξε την περιοχή και οδήγησε τους κατοίκους στις γύρω περιοχές. Πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι που έμειναν στην Καππούα και αυτό γιατί λόγοι οικονομικοί δεν τους επέτρεπαν να μετοικήσουν. Αρκετοί από τους κατοίκους της πολίχνης μετακινήθηκαν μαζικά κατά 1 χλμ. νοτιότερα όπου και δημιούργησαν ένα χωριό μα την ονομασία Καππά.  Τότε,  λοιπόν, το όνομα από Καππούα έγινε Καππά.

Κατά τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας ήταν τσιφλίκι του γιου του Αλή Πασά, Βελή, μετά το θάνατο του οποίου περιήλθε στη μητέρα του σουλτάνου, Βελιδέ Χανούμ. Το χωριό ελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό στις 18/8/1881, από τα στρατεύματα του Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη, γιου του Γ. Καραϊσκάκη. Μετά την απελευθέρωση του 1881, αγόρασε το χωριό ο γαιοκτήμονας Χριστάκης Ζωγράφος, ο οποίος το πούλησε το 1919-20 στους κατοίκους του. Εκεί είχε το κονάκι του, δηλ. την επιστασία, που σώζεται μέχρι σήμερα και κατοικείται.  Από το 1920 άρχισε η μεταφορά του χωριού στη σημερινή του θέση, 700μ. Δ-ΝΔ στους πρόποδες του βουνού Καψούνα και μέχρι το 1927 μεταφέρθηκε εκεί ολόκληρο το χωριό. Σήμερα η Καππά ανήκει στην Δημοτική Ενότητα Ιθώμης του Δήμου Μουζακίου.

Πιο συγκεκριμένα στις θέσεις Πετριές και Δένδρα, βρέθηκαν ερείπια ρωμαϊκών κτισμάτων, ενώ έχουν έρθει στο φως σε εκτεταμένη περιοχή αρχαία αγαλματίδια, διάφορα γυναικεία στολίδια και όστρακα, νομίσματα, αγγεία και ευρήματα βυζαντινής περιόδου αλλά και κιβωτόσχημοι τάφοι συλημένοι βόρεια της ακρόπολης και στην περιοχή Ν.Α. και νότια του χωριού Άγ. Ακκάσιος. Τάφος λαξευμένος σε πωρόλιθου, με μαρμάρινο κάλυμμα, βρέθηκε συλημένος στη δεξιά όχθη του ποταμού Νέδα (Καππασιωτή) 100 μέτρα περίπου νότια της γέφυρας του Νέδα, στο δρόμο Καρδίτσας-Μουζακίου, περιοχή του χωριού Καππά. Επίσης τάφος βρέθηκε στην πηγή του χωριού Χάρμα (Χάρμαινα) και το μαρμάρινο κάλυμμά του βρίσκεται στην αυλή σπιτιού του χωριού. Βρέθηκαν επίσης μαρμάρινες πλάκες που σχετίζονται ίσως με τούρκικους ή αρχαίους τάφους. Στην Α παρυφή της πόλης, στη θέση Λόγγια, βρέθηκε τμήμα πλακοστρωμένου δρόμου με κατεύθυνση προς το Φανάρι. Του ίδιου δρόμου τμήμα βρέθηκε πιο ανατολικά, σε χωράφια του χωριού Χάρμα.  Άθικτες παραμένουν οι τεράστιες υπόγειες κτιστές δεξαμενές συγκέντρωσης νερού της πηγής Νιάζος, από την οποία υδρευόταν η Καππούα και υδρεύεται και σήμερα το χωριό Καππά. Η ύπαρξη αυτών των δεξαμενών από τις οποίες κατά μία παράδοση υδροδοτούνταν οι Γόμφοι, μας βεβαιώνουν ότι οι δύο πόλεις Καππούα και Γόμφοι συνυπήρξαν. Μια παράδοση αναφέρει πως σε κάποια σπηλιά της Μαγούλας πάνω στην οποία είναι χτισμένο το σημερινό χωριό  Μαγουλίτσα, είναι κρυμμένος ο θησαυρός της Ιθώμης. Μάλιστα μερικοί την εντοπίζουν κοντά στην ενοριακή εκκλησία του χωριού. Μέχρι το 1920, όπου όπως προαναφέρθηκε την περιοχή αγόρασαν οι Καππασιώτες από τον γαιοκτήμονα Ζωγράφο, υπήρχαν ακόμη μία μαρμάρινη κολόνα στη θέση που πιθανόν να ήταν ο μητροπολιτικός ναός της Καππούας, διάφορα εκκλησιαστικά αντικείμενα, πήλινες βάσεις από κολόνες ή κηροπήγια, τα υδραγωγεία μεταφοράς του νερού από την πηγή Νιάζος στην πόλη, πολλά θεμέλια σπιτιών σε διάφορα σημεία, τα οποία ξηλώθηκαν από τους κουλουκτσίδες του Ζωγράφου και τους χωρικούς αργότερα. Επίσης υπήρχε και το κυκλικό πλακοστρωμμένο με κεραμόπλακες δάπεδο του τζαμιού στη θέση "Λόγγια" Καππάς. Ένας νερόμυλος βρισκόταν 500 μ. περίπου ανατολικά του ποταμού Νέδα, ο οποίος έπαψε να λειτουργεί από το έτος 1915-1916. Τον νερόμυλο είχε αγοράσει ο τσιφλικάς Χρ. Ζωγράφος από τον Εβραίο κόμη Αβραάμ ντε Καμόντο του Ραφαήλ, κάτοικο Παρισίων.