Το κτήριο ευρίσκεται στο νότιο τμήμα του οικισμού. Σύμφωνα με τοπικές πληροφορίες κτίσθηκε στην Α' φάση ανάπτυξης του οικισμού.
Αποτελείται από ένα επίπεδο, έχει συνολικό ύψος 3,7μ. και καλύπτεται από επίπεδο δώμα. Ο Ισόγειος χώρος περιλαμβάνει σάλα, μαγειρείο και υπνοδωμάτιο. Σε ξεχωριστό κτήριο βρίσκεται ένα ακόμη μαγειρείο και ο χώρος υγιεινής. Σε χαμηλότερο επίπεδο βρίσκεται ένας στάβλος, κι ένας αποθηκευτικός χώρος ο οποίος όμως έχει καταρρεύσει, λόγω της εγκατάλειψης του κτηρίου.
Σχετικά με το σύστημα κατασκευής του κτηρίου, αναφέρεται ότι ο φέρων οργανισμός του κτηρίου αποτελείται από το σύνολο των λίθινων περιμετρικών και εσωτερικών τοίχων του, που έχουν πάχος 90cm.
Τα κουφώματα του κτηρίου (θύρες και παράθυρα) είναι ξύλινα και τo πάτωμα είναι πατημένο χώμα. Όλη οι τοίχοι στην εξωτερική και εσωτερική επιφάνεια του κτηρίου είναι ανεπίχριστοι.
Σχετικά με την κατάσταση της κατασκευής του κτηρίου, αναφέρεται ότι το κτήριο έχει υποστεί φθορές από την πολυετή χρήση του και την πλήρη εγκατάλειψη του κατά τελευταία χρόνια. Οι φθορές αυτές εντοπίζονται στο δώμα και τα εξωτερικά ξύλινα κουφώματα, και φαίνεται ότι οι λίθινες τοιχοποιίες ευρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση.
Η ιστορία
Όταν επισκεφτήκαμε το κτήριο 38, ένα συναίσθημα νοσταλγίας και συγκίνησης μας διαπέρασε. Ο χρόνος, σαν να σταμάτησε σε μια στιγμή και τίποτα να μην είχε αλλάξει από τότε. Απλά πέρασε μέσα από το σπίτι και το σκόνισε. Φλιτζανάκια ελληνικού καφέ και τσαγέρες. Μπαούλα με ρούχα και κορνίζες με ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Βάζα, λουκέτα και κλειδιά. Εφημερίδες και γράμματα. Όλα ακουμπισμένα στις θέσεις τους, τακτοποιημένα. Πίστευες ότι κάποιος ακόμα μένει εκεί. Και σήμερα ήπιε τον καφέ του, διάβασε την εφημερίδα του, κλείδωσε το σπίτι και βγήκε για μια βόλτα στα δρομάκια του χωριού. Μετά πήγε στο καφενείο που βρίσκεται πέντε λεπτά από το σπίτι. Και γύρισε πάλι.
Ο κάτοικος του σπιτιού, ήταν γνωστός στο χωριό ως Καραβογιώργης. Ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος και με χιούμορ. Το ίδιο και η γυναίκα του. Πολύ συχνά, οι κάτοικοι του χωριού, επισκέπτονταν το σπίτι τους. Έπιναν και έτρωγαν.
Στην σάλα, σε μια γωνία με ξύλινη εταζέρα, ήταν ακουμπισμένα δεκάδες γράμματα και επιταγές. Χριστουγεννιάτικες κάρτες και άλλες, πασχαλινές. Πρώτα, υπογεγραμμένα από τον γιό του ζευγαριού που έμενε, αργότερα από τον ίδιο και την γυναίκα του. Τέλος απο την οικογένεια που είχε φτιάξει. Ο γιός υπέγραφε "με αγάπη" και "με εκτίμηση" στους γονείς του, άλλοτε στα ελληνικά και άλλοτε στα αγγλικά (ίσως είχε μεταναστεύσει στο εξωτερικό) και έγραφε ημερομηνίες. 1958 . Τα τελευταία γράμματα που βρήκαμε.
Η κουζίνα είχε έναν μεγάλο φούρνο και πολλές εσοχές στους τοίχους, γεμάτες με φλυτζάνια, πιάτα, μπρίκια και κουζινικά, ενώ στο υπνοδωμάτιο υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο μπαούλο με σεντόνια. Διπλωμένα και αφημένα.
Έξω από την κατοικία, διαγώνια της εισόδου, στέκει ένα μικρό βεραντάκι. Το σημείο που άπλωναν τα ρούχα για να στεγνώσουν και τα αέριζαν τις μέρες που είχε ήλιο. Αλλά και τις υπόλοιπες μέρες, που δεν το χρησιμοποιούσαν για τις δουλειές του σπιτιού, έστηναν εκεί δύο καρέκλες και ένα τραπέζι. Έπιναν τον καφέ τους και μιλούσαν, αγναντεύοντας το βουνό, τον Άϊ Γιάννη και το ποτάμι, που χτυπούσε στους βράχους και αντηχούσε μέχρι το σπίτι τους.
Το σπίτι έχει εγκαταλειφθεί τουλάχιστον 50 χρόνια τώρα. Το δώμα του, έχει πέσει μέσα στην κουζίνα, αποκαλύπτοντας τις πλάκες, τα κυπαρίσσια, τα καλάμια και το χώμα. Παρ'όλα αυτά, όταν το επισκεφθείς, νιώθεις ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει και το σπίτι είναι ακόμα ζωντανό, αφού όλα τα καθημερινά πράγματα, στέκουν ακίνητα και περιμένουν. Για λίγες μέρες, νιώσαμε και εμείς κάτοικοι αυτού του σπιτιού και για τον λόγο αυτό, όλοι μας, νιώθουμε με έναν περίεργο τρόπο, ιδιαίτερα συνδεδεμένοι με αυτό και τους πρώην κατοίκους του.
(τα στοιχεία για τους κατοίκους του σπιτιού, πάρθηκαν μέσω συνέντευξης με ντόπιο κάτοικο του Συνετιού)