Αλαμανιά

Δάπεδα και Δώματα

Οροφή με κυπαρισσοκορμούς, καλαμιές και "βορδωνάρι" - ΑΤομή οροφήςΟροφή με κυπαρισσοκορμούς, καλαμιές και "βορδωνάρι" - ΒΟροφή με κυπαρισσοκορμούς και καλαμιέςΟροφή μεσοπατώματος με κυπαρισσοκορμούς, σχιστόπλακες και πλευρική στήριξη σε στεγάδιαΜεσοπάτωμα με κυπαρισσοκορμούςΣτενό κατώγι με στέγαση μονής σειράς εγκάρσιων σχιστόπλακωνΕπέκταση μπαλκονιού με στήριξη από κυπαρισσόκορμους - ΑΕπέκταση μπαλκονιού με στήριξη από κυπαρισσόκορμους - ΒΕσωτερικό δάπεδο με μεταγενέστερη επίστρωση τσιμεντοκονίας

Η στέγαση του κτίσματος και η κατασκευή των δαπέδων (ισόγειο, μεσοπάτωμα κτλ.) ήταν επεμβάσεις που επιζητούσαν ιδιαίτερη προσοχή και μελέτη, καθώς και γνώση της τεχνικής.

Δάπεδα

Η κατασκευή των δαπέδων ποικίλει, ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται. Στα περισσότερα αγροτικά σπίτια το δάπεδο στο ισόγειο είναι αργιλικό, δηλαδή από διαλεγμένο πηλό, κατάλληλα επεξεργασμένο και κοσκινισμένο. Η τελική του επιφάνεια δεχόταν συνήθως κάποιο υδρόχρωμα (ώχρα, τριανταφυλλί) που θωράκιζε την αντοχή του μέχρι την επόμενη συντήρηση. Τα μεσοπατώματα (όπου υπήρχαν) κατασκευάζονταν κυρίως από κορμούς δέντρων και στην Άνδρο συγκεκριμένα από κυπαρισσόκορμους. Οι κορμοί αυτοί δεχόντουσαν μέτρια ή καθόλου επεξεργασία ανάλογα με το είδος τις κατασκευής. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το τελικό δάπεδο δωματίου είναι ατόφιοι κορμοί. Πάνω από τους κορμούς τοποθετούνταν μονολιθικές σχιστόπλακες μεγάλων διαστάσεων που γεφύρωναν τα κενά των κορμών, συνήθως ανά δύο, τα «στεγάδια». Έπειτα, ακολουθούσε μια στρώση με μικρότερες πέτρες που έκλεινε τα ενδιάμεσα κενά και γινόταν η επίστρωση με κονίαμα από χώμα, πηλό, λάσπη, άχυρα κτλ. Η τελική επιφάνεια των εσωτερικών δαπέδων είχε επίστρωση από ξύλα ή λίθινες πλάκες ή έμενε σκέτο το πηλοκονίαμα. Σε μεταγενέστερες επεμβάσεις η τελική επίστρωση γινόταν με χρωματιστή ή μη τσιμεντοκονία, κάποιες φορές αλειμμένη με μούργα λαδιού για καλύτερη εμφάνιση.

Δώματα

Τα επίπεδα δώματα των σπιτιών της Άνδρου παρουσιάζουν κατασκευαστικές ομοιότητες με την κατασκευή των δαπέδων. Και εδώ οι κυπαρισσοκορμοί γεφυρώνουν την απόσταση, με τους λεπτότερους κορμούς να μπαίνουν δίπλα στους παχύτερους. Ορισμένες φορές σε μεγάλα ανοίγματα έμπαινε στη μέση και από κάτω τους ένας μεγαλύτερος κορμός, το «βορδωνάρι». Σαν πρώτη στρώση έμπαινε συνήθως η ψαθωτή καλαμιά. Η στρώση αυτή αποτελείται από τσακιστά καλάμια τα οποία πλέκουν ψαθωτά και έπειτα όλοι μαζί οι τεχνίτες τα σηκώνουν στο ύψος του ταβανιού και τα σέρνουν πάνω στα κυπαρισσόξυλα ώσπου να βρουν την οριστική τους θέση. Έπειτα ακολουθούν οι μονολιθικές σχιστόπλακες, τα «στεγάδια» και αμέσως μετά οι μικρότερες. Η «μόνωση» που ακολουθούσε ήταν με φύκια ή φρύγανα και έπειτα τρείς στρώσεις κοκκινόχωμα. Η πρώτη γινόταν με νερό (πηλολάσπη), η δεύτερη ξερή  και η Τρίτη που αποτελούσε και την στεγάνωση για τα βρόχινα νερά και τα χιόνια γινόταν με κοσκινισμένο κοκκινόχωμα. Στην τελική στρώση γινόταν κυλίνδρωση (μπίλιασμα) με πέτρινο ή μαρμάρινο κύλινδρο ανά τακτά χρονικά διαστήματα μέσα στο χρόνο. Αυτός ο κύλινδρος τις περισσότερες φορές ήταν πάντα πάνω στο δώμα. Εναλλακτική τελική επίστρωση αποτελούσαν και τα βότσαλα ή οι μικρές πέτρες που όμως επιβάρυναν την κατασκευή. Στα στενά κατώγια αλλά και στα μακρόστενα δωμάτια η οροφή στεγαζόταν με μια μόνο σειρά από εγκάρσιες μονολιθικές σχιστόπλακες και οι πλάγιοι τοίχοι χτίζονταν με εκφορικό τρόπο έτσι ώστε να μειώνεται το άνοιγμα της οροφής και η σχιστόπλακα να επαρκεί να τους γεφυρώσει.