Αλαμανιά

Ἐν κατακλεῖδι

‟Γιὰ ἓνα κορμὶ ποὺ πλέει πότε στῆς θάλασσας τὸν ἀφρό, πότε ξανὰ στοῦ γαλανοῦ οὐρανοῦ τὸν ὰτέρμονα θόλο, πάντοτε ὅμως καὶ σ’ ἕνα φῶς ποὖναι διάχυτο, λαμπερὸ κι’ ὰλαφρὸ καὶ σὲ περνᾶ καὶ σὲνα διάφανο…ˮ                                                                                                                                                                                                  - Άρης Κωνσταντινίδης

Φως. Ζεστό, απόλυτο και καθάριο. Στέκεις ανοιχτός σε ένα βότσαλο απάνω, πλημμυρισμένο από θάλασσα. Αλάτι. Τόσο αλάτι που το αισθάνεσαι στον αγέρα, ακόμη κι όταν οι αμμουδιές είναι μακριά σου. Χάνεσαι στο μπλε. Είτε κοιτάξεις ουρανό, είτε ζητήσεις το νερό, παντού περιβάλλεσαι από μπλε. Στέκεις ανάμεσά του, επάνω στο βότσαλο που έχει της γης το χρώμα. Στέρεο, αιχμηρό, συμπαγές και γκριζωπό. Όπου και να κοιτάξεις γύρω η γλώσσα της φύσης είναι διάχυτη. Η βλάστηση πλέκεται με το χώμα σε έναν παλμό ζωντανό, με ρυθμό ορισμένο από κάπου ανώτερα... τα άνθη, οι θάμνοι, τα κυπαρίσσια και τα λοιπά τα δέντρα. Και φυσικά η ελιά... ω ελιά! Το πιο σοφό το δέντρο. Το πιο πλούσιο σε δώρα και συνάμα το πιο φτωχικό στην όψη. Αν η Ελλάδα ήταν δέντρο, σίγουρα θα ήταν ελιά.

Εκεί ανάμεσα μπλέκεται και η γλώσσα των ανθρώπων. Τόσο ταπεινή, τόσο σοφή, τόσο εναρμονισμένη που σχεδόν ντρέπεσαι να την αντικρίσεις. Αισθάνεσαι μόνος. Σαστισμένος. Πότε αποκόπηκες τόσο πολύ από τη φύση; Γιατί το τοπίο αυτό είναι ξένο, ενώ το έχουν ονοματίσει για σένα; Τα πάντα στέκουν απλά, λιτά και δωρικά. Όλα δεμένα σαν ένα σώμα. Όλα λάμπουν και δείχνουν λευκά και αμόλυντα κάτω από το φως. Εσύ αποκομμένος. Ανήκεις σε έναν κόσμο πιο ψυχρό, πιο οργανωμένο, πιο απρόσωπο. Εκεί που όλοι τους ξέρουν όλους, αλλά κανείς δε γνωρίζει κανέναν. Κομμάτι μιας μάζας ατέρμονης χωρίς τίποτα μοναδικό, μιας τεχνητής πραγματικότητας.

Πώς λοιπόν θα αγκαλιάσεις τον τόπο αυτό που τόσο αγνά απλώνεται μπροστά στα πόδια σου; Πώς θα ενστερνιστείς το πνεύμα, τις γραμμές, τις καμπυλότητες, τις τομές του; Πώς θα σταθείς μαζί του σαν αρχιτέκτονας· σαν άνθρωπος; Ποιά μπορεί να είναι η συμβολή σου σε ένα τοπίο με τέτοια αρχιτεκτονική συγκρότηση, με τόση ομορφιά πνευματική και τέτοιο φυσικό κάλλος; Παρατηρείς. Παρατηρείς και βιώνεις. Το κάθε χτίσμα, η πιο ταπεινή κατασκευή αντανακλούν ελληνικότητα και τόπο. Είναι ένα με τις πλαγιές, τα δέντρα, τις ακρογιαλιές, τα βουνά και τις θάλασσες. Όλα ο ίδιος σκοπός, ο ένας ψίθυρος. Δες το Κελλί. Δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια στάνη για τα ζωντανά... αλλά πόσο όμορφο! Πηγάζει από τον τόπο του. Το σχήμα του, η υλικότητά του, η μορφή και η δομή του. Όλα προέκταση της γης στην οποία στέκει. Τίποτα περιττό και επιτηδευμένο. Όλα πήραν ψυχή και ουσία από τη νόηση του κτίστη του, το χέρι του οποίου οδήγησε μια παράδοση "λαïκή", κεκτημένη γι΄αυτόν σαν από χρόνια. Αυτό το μικρό κτίσμα αντανακλά όλη τη γη που το περιβάλλει· την πέτρα, την πλαγιά, τον ουρανό, τη θάλασσα, το φως. Μιλάει πέρα ως πέρα τη γλώσσα της φύσης. Όπως άλλωστε και ο άνθρωπος που το έχτισε.

Αισθάνεσαι ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας. Πώς έχει κατορθώσει ο απλός άνθρωπος να δίνει ουσία και μορφή σε όλα τα διαθέσιμα υλικά και τις τεχνικές; Ποιό πνεύμα τον οδηγεί να συνθέτει, να αρχιτεκτονεί; Πώς δείχνουν τόσο αληθινά τα χτίσματά του χωρίς τους αριθμούς, τη γνώση, την επιστήμη και την τεχνική; Ξαφνικά όλα τα κτίσματα που έως τότε θαύμαζες τυφλά στον κόσμο σου αρχίζουν να σου φαίνονται κούφια. Σαν να μη χτίστηκαν από άνθρωπο, μα από ματαιοδοξία. Ψυχρά, επιτηδευμένα, μεγαλεπίβολα. Χωρίς παλμό, χωρίς ψυχή. Αφήνεσαι. Δίνεσαι στα αμέτρητα ερεθίσματα που σου δίνει ο τόπος. Κι όσο περισσότερο δίνεσαι, τόσο πιο πολύ ανυψώνεσαι κι αισθάνεσαι το συναίσθημα της λύτρωσης. Βρίσκεις μέσα σου το χαμένο σου άνθρωπο, δυνατό και ορθό, χωρίς φαιδρές αγωνίες και φόβους.

Θα μπορούσες άραγε εσύ ο ίδιος μια μέρα με όλη σου την τέχνη και τη γνώση, μα με ένα πνεύμα πιο ζωντανό και πιο ανθρώπινο να συνθέσεις έτσι; Ίσως ναι. Θα μπορούσες. Αλλά συνειδητοποιείς πόσο κρυμμένη είναι η ψυχή από μέσα σου, ο παλμός, η ζωή η ίδια. Ψάχνεις να τη βρεις. Κοιτάς τον τόπο, το λαό, την παράδοση, κάθε τι που συμβατικά ονομάζεις "λαïκό". Εκεί είναι οι σταθερές σου. Οι αξίες σου που μένουν αναλλοίωτες, αλλά λησμονούνται στον κόσμο που ζεις. Κοιτάς το έργο του λαού, ανθρώπινο, απέριττο, ειλικρινές, βγαλμένο από τον σκοπό που τραγουδά το ελληνικό τοπίο αιώνες τώρα. Όλα ορθώνονται με πραότητα, μαθηματικά και ανάλαφρα και συμπληρώνουν την ελληνική μορφή. Αλήθεια, καμία διαφορά δεν έχουν από τα αρχαία μαρμάρινα κτίσματα που τόσο θαυμάζουν όλοι. Οι αξίες τους είναι ίδιες. Όλα γεννιόνται από τον τόπο, από τον λαό.

Αγκαλιάζεις τις μορφές. Δέχεσαι στωικά και με δέος όλη αυτή την εικόνα, όλη αυτή την αρχαία γνώση και ενσυναίσθηση. Αφομοιώνεις ότι θα σε κάνει πιο ανθρώπινο φεύγοντας από εδώ. Ύστερα απορείς. Τι γίνεται με τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική; Γιατί δεν αφήσαμε τον πλούτο και τη μεστότητα της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής να την υπαγορεύσει, παρά γίναμε φερέφωνα και αντίγραφα αξιών ξένων, τεχνητών, επιτηδευμένων; Γυρίζεις και αναζητάς την παλιά, ξεχασμένη κι αιώνια γλώσσα. Πουθενά. Πρέπει να γίνει μια προσπάθεια εδώ. Πρέπει ο αρχιτέκτονας να βρει τον τρόπο να περάσει την ψυχή του τόπου στα σύγχρονα έργα του. Να χτίσει όπως κάνει η φύση. Να δομήσει την Αρκαδία του. Να στήσει μια σύγχρονη αρχιτεκτονική, ελληνική, αληθινή, ένα με τη γη που τη γεννά. Τότε δε θα υπάρχει ανάγκη καμία να αντιγράψεις. Να επιτηδεύσεις για να σταθείς όρθιος μέσα στο πλήθος. Η φωνή σου θα είναι τόσο δυνατή μέσα στην ουσία της που τίποτα άλλο δε θα χρειάζεσαι. Θα είσαι αυτός που είσαι. Η γλώσσα θα είναι αυτή που είναι. Ο τόπος θα είναι αυτός που ορίζεις και σε ορίζει.

Δύσκολο. Δύσκολο και επίπονο. Πρέπει να ξαναγεννηθείς. Να ξεκινήσεις από εκεί που δημιουργήθηκε το παραδοσιακό αρχιτεκτονικό έργο. Πρέπει να πάρεις την αρχική συγκίνηση και το αίσθημα της "ζεστασιάς" που σου προκάλεσε και να το κάνεις κτήμα και γνώση. Πρέπει να συνθέσεις. Να ξεδιαλύνεις τι από όλα έχει ουσία. Να αφομοιώσεις με ηρεμία στην κρίση σου. Να γίνουν ένα το συναίσθημα και η λογική σου, μετατρέποντας το "λαïκό" σε σύγχρονο. Πρέπει να μετρήσεις τον άνθρωπο, τον τόπο, το κλίμα, τη γεωγραφία. Πρέπει να βιώσεις τα ήθη, τις παραδόσεις, την κοσμοθεωρία γύρω σου. Πρέπει να να αφουγκραστείς τα υλικά, τις υφές, τις μυρωδιές. Και φυσικά το φως. Όλα σε αυτόν τον τόπο δε θα ήταν αυτά που είναι χωρίς το φως.

Τότε θα συμβεί κάτι θαυμαστό. Δες τις μορφές τις ογκοπλαστικές! Δες τις επιφάνειες! Δες τις γραμμές και τη γεωμετρία! Όλα ποτισμένα με ελληνικότητα, ψυχή και πάθος. Όλα σε ρυθμό ζωντανό γύρω από τις αναγκαιότητες και τις λειτουργίες που τους ορίζουμε. Αυτό. Τίποτε άλλο. Όλα τότε -παλαιά και σύγχρονα- θα είναι πρότυπα για παραδειγματισμό. Νέες μορφές θα προκύπτουν ασταμάτητα και θα είναι αληθινές. Αυτό, γιατί πρώτα εμείς θα έχουμε γίνει αληθινοί. Έτσι θα βρουν δικαίωση και ετούτα τα λόγια του Άρη Κωνσταντινίδη, τα τόσο σοφά και μεστά:

"Ας ρίξουμε λοιπόν τον εαυτό μας, όλοι οι σύγχρονοι αρχιτέκτονες, μέσα στην κολυμβήθρα του τόπου. Κι ας βαφτιστούμε στο άγιο πνεύμα της προαιώνιας ελληνικής αρετής, ας δώσουμε στη δουλειά μας τη γλώσσα και την πνευματικότητα και την αλήθειαν όλη που φτερουγίζει δίπλα στο πέρασμά μας. Ας μπούμε, τέλος, όλοι σε μια νέα παιδεία κι ας γίνει για μας σχολείο ο ίδιος ο τόπος μας, η φύση και ο λαός -γιατί τι άλλο μπορεί να μας σώσει! Και ίσως τότε κανείς από μας δε θα γυρεύει το καταφύγιο του χαρτιού και του γραψίματος της σελίδας αυτής της τεχνητής, ίσως πια να αρκείται ο καθένας σε ότι έχει δικό του. Στη "λαïκή" και θαυμαστή ανωνυμία που στεφανώνει τον πιο αληθινό κάματο της δουλειάς, εκεί όπου η φύση, στον άνθρωπο, θα ξεπροβάλει με ένα ώριμο και λιτό και απέριττο, μαζί και ηρωïκό αρχιτεκτονικό έργο. Έργο λαού, αληθινό, αγαπητό και προσωπικό -λαός τότε κι ο ίδιος ο εαυτός μου".

Θα μπορούσες άραγε εσύ ο ίδιος μια μέρα με όλη σου την τέχνη και τη γνώση, μα με ένα πνεύμα πιο ζωντανό και πιο ανθρώπινο να συνθέσεις έτσι; Ίσως ναι. Θα μπορούσες.