Αμονακλειού

Συμπεράσματα

Μελετώντας σε σύνολο το Αμονακλειό, αντιλαμβάνεται κανείς με ευκολία ότι πρόκειται για ένα συνονθύλευμα παραγόντων υλικών και άυλων, τυχαίων και σκόπιμων, το οποίο καθόρισε, σε βάθος χρόνου, την τελική του μορφή. Το απότομο κατακόρυφο έδαφος επέβαλε στον οικισμό την αμφιθεατρική του διάταξη και χάρισε στον οικισμό το ανοιχτό του μέτωπο προς τον Όρμο Κορθίου και το πέλαγος. Το κλίμα της περιοχής επηρέασε σημαντικά την μορφολογία των κτηρίων, με την έντονη ηλιοφάνεια να οδηγεί στο ασβέστωμα (τοπικά σαρδέλλωμμα), των περισσότερων κτισμάτων με σκοπό την διατήρηση φυσιολογικής θερμοκρασίας στο εσωτερικό. Τα παραπάνω δεδομένα οδήγησαν στην ευρεία εκμετάλλευση των υλικών που παρείχε ο τόπος και συγκεκριμένα του σχιστόλιθου, του ξύλου και των καλαμιών. Επειδή όμως κάθε υλικό παρέχει συγκεκριμένες οικοδομικές δυνατότητες, στο Αμονακλειό εντοπίσαμε επαναλαμβανόμενες μορφές τοιχοποιίας, οροφών, κουφωμάτων και κατασκευαστικών τεχνικών, τα οποία αποτελούν τα στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του οικισμού. Τέλος εξίσου σημαντικά επηρέασαν την διαμόρφωση του οικισμού και του κάθε κτίσματος ξεχωριστά, οι κοινωνικοοικονομικοί και πολιτισμικοί παράγοντες της κοινότητας που αναπτύσσονταν παράλληλα με τον οικισμό. Αρχικά η απουσία δικτύου ύδρευσης κατά την περίοδο κατασκευής του αρχικού πυρήνα του οικισμού, οδήγησε στην ανάπτυξη του γύρω από την μια μικρή κρήνη και στην συνέχεια μία δεύτερη μεγαλύτερη, νοτιοανατολικά από την οποία ¨πέρασε¨ και ο περιφερειακός δρόμος αργότερα. Επίσης η διαφοροποίηση στα εισοδήματα των ιδιοκτητών αποτυπώνεται και στο τρόπο κατασκευής των κτηρίων, με το ποσοστά χρήσης υλικών να διαφοροποιείται ανά κατασκευή. Συγκεκριμένα παρατηρείται η χρήση κονιάματος σε ορισμένες περιπτώσεις λιθοδομής, τεχνική η οποία είχε μικρότερο κόστος σε σχέση με την ξερολιθιά. Επίσης εντοπίζουμε το κατά τόπους σαρδέλλωμμα των όψεων για τον ίδιο λόγο.

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του οικισμού καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ομοιογένεια και τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται μεταξύ των κτηρίων. Αρχικά οι κατόψεις τους διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τις ορθωνικές δίχωρες και μονόχωρες (και γενικά όσες το γενικό σχήμα τους είναι σχεδόν ορθογώνιο ) και τις ελεύθερες ( με σχήματα τα οποία ποικίλουν και συνήθως περισσότερους χώρους). Η συγκεκριμένη διαφοροποίηση εξαρτάται τόσο από οικονομικούς παράγοντες όσο και από τα διαθέσιμα οικόπεδα. Σχετικά με τις τοιχοποιίες τώρα, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τόσο η σύσταση όσο και ο τρόπος επικάλυψης τους, αλλάζει ανάλογα με το κόστος το οποίο μπορούσαν να καλύψουν οι ιδιοκτήτες. Οι οροφές τώρα, παρόλο που οι περισσότερες έχουν κατασκευαστή με την ίδια τεχνική (βατή οροφή με αξονικά δοκάρια από πελεκητή ξυλεία και πλάκες σχιστόλιθου τοποθετημένες μεταξύ των ανοιγμάτων τους), διαφέρουν αρκετά από άποψη μορφής. Για παράδειγμα σε ορισμένες οροφές μεταξύ των δοκών και της στρώσης λίθων παρεμβάλλεται μία ακόμα σειρά μικρότερων δοκών ή καλαμιών κάθετα στους πρώτους. Επίσης υπάρχουν και ορισμένα μεταγενέστερα κτήρια που διαθέτουν επικλινείς στέγες με επικάλυψη κεραμιδιών. Τέλος τα χρώματα τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί στα κτήρια του Αμονακλειού, πέραν του γκρίζου του σχιστόλιθου και του λευκού του ασβέστη, υπερτερεί το μπλε, χαρακτηριστικό των Κυκλάδων.                  

Γενικά παρατηρείται ότι αρκετά κτήρια του οικισμού είναι ερειπωμένα ή έχουν εγκαταλειφθεί, γεγονός το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της παραδοσιακής μορφής του, σε μεγάλο βαθμό. Εν αντίθεσή όσα κατοικούνται ακόμα έχουν δεχτεί ορισμένες παρεμβάσεις μικρής ή και μεγάλης έκτασης. Αναλυτικότερα τα περισσότερα από αυτά έχουν σοβατιστεί, ή έχουν ¨αποκτήσει¨ μια πλάκα σκυροδέματος στην οροφή, ενώ σε άλλα οι ιδιοκτήτες έχουν προχωρήσει σε μεγάλες επεκτάσεις.