Αμονακλειού

Ιστορικά Στοιχεία

Κατα την αρχαιότητα στην Άνδρο συγκεντρώνοταν σημαντικός πνευματικός και υλικός πλούτος, καθώς και ισχυρή ναυτική δύναμη.

Κατά την Βυζαντινή περίοδο η Άνδρος διανύει τη δεύτερη πνευματική και υλική της ακμή, λόγω του εμπορίου μεταξιού. Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα, οι κάτοικοι ασχολούνται με τη σηροτροφία (εκτροφή μεταξοσκώληκα) και στην Άνδρο εισρέουν ευρωπαίοι έμποροι, ελκύομενοι από τα παραγόμενα υφάσματα. Η κίνηση του εμπορίου στην Άνδρο διαρκεί μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα. Το κέντρο του βυζαντινού νησιού ήταν η Μέσα Μεριά (κοιλάδα Μεσσαριάς), γεγονός που μαρτυράται από τις εκκλησίες του 11ου και 12ου αιώνα που υπάρχουν στην περιοχή.

Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, η Άνδρος παραχωρείται το 1207 στους Βενετούς και συγκεκριμένα στον  Μαρίνο Δάνδαλο, ανηψιό του Δόγη της Βενετίας. Στο διάστημα αυτό το νησί χωρίζεται σε φέουδα. Για αποφυγή της τουρκικής εισβολής, οι βενετοί χτίζουν αμυντικούς πύργους, κάστρα και βίγλες. Παραμένει βενετοκρατούμενη έως και το 1566, όποτε και κατακτάται από τους Οθωμανούς. Οι τελευταίοι δεν έχουν, βέβαια, κάποια ιδιαίτερη εξουσία στο νησί. Τη διοίκηση του νησιού αναλαμβάνουν οι απόγονοι των φεουδαρχών, οι οποίοι αποκτούν τους τίτλους του “βοέβοδα” (1635) και του “κοτζαμπάση” (1774) και αντιπροσωπεύουν τους Τούρκους στη διοίκηση. Δημιουργείται, έτσι, μία μερίδα αρχόντων που αποτελεί μια απροσπέλαστη κάστα κληρονομώντας γη, πύργους, δικαιώματα και διατηρώντας τη νοοτροπία των βενετών. Οι χωρικοί που ήταν δουλοπάροικοι γίνονται τώρα εργάτες στα κτήματα των αρχόντων.

 

Οργάνωση κατοίκησης- οικονομίας

 

Στα τέλη του 12ου αιώνα οι επιδρομές που γίνονται στο νησί αναγκάζουν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τις παραθαλάσσιες περιοχές και να αποσυρθούν στο εσωτερικό του νησιού. Από το Μεσαίωνα, κατοικούν σε μεμονωμένα αγροτόσπιτα ή σε ομάδες δύο ή τριών αγροτόσπιτων σε προσήλιες, απάνεμες πλαγιές και πλούσιες ρεματιές. Ωστόσο, δεν δημιουργούνται οργανωμένα χωριά, με κεντρική πλατεία ή αγορά.

Σε ό,τι αφορά στην οικονομία, η γή προσφέρει όλα τα αγαθά για τη διαμόρφωση μίας κλειστής οικονομίας. Στις ορεινές περιοχές κυριαρχεί η ενασχόληση με την κτηνοτροφία, στις πλαγιές των λόφων η παραγωγή δημητριακών και στις κοιλάδες οπωρικών, λαδιού, κρασιού. Κύρια πηγή πλούτου του νησιού είναι το μετάξι.

Στο τέλος του 18ου αιώνα με την ανάπτυξη της ναυτιλίας αρχίζει η εγκατάλειψη της ασχολίας με τη γη, ενώ τα περισσότερα αγροτόσπιτα μένουν χωρίς κατοίκους.

 

Αρχιτεκτονικές μορφές

 

 

Τυπική Αγροτική κατοικία

Κύριο οικοδομικό υλικό αποτελεί ο σχιστόλιθος. Μεγάλες πλάκες σχιστόλιθου δύο με τρία μέτρα (στεγάδια) χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της οροφής και στερεώνονται πάνω από μεγάλα δοκάρια από κυπαρισσοκορμούς(?). Σε κάποιες οροφές, ανάμεσα στα στεγάδια και στο δοκάρια μπαίνουν σειρές από καλάμια. Σε μακρόστενες σάλες ή σε κατώγια οι τοίχοι χτίζονται με το αρχαίο εκφορικό σύστημα ή “γέρμα”(?). Το δώμα διαμορφώνεται με παρόμοιο τρόπο. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι τοίχοι παρέμεναν ασοβάτιστοι. Το ανδριώτικο σοβάτισμα των τοίχων ή “σαρδέλωμα” αποτελεί νεοελληνική συνήθεια.

 

Αρχιτεκτονικοί τύποι

 

α' τύπος

Συναντάται κυρίως στη βόρεια Άνδρο και τα κτίσματα διαμορφώνονται με διμερή σύσταση των σκελών τους με ορθή γωνία σε σχήμα Γ.

β' τυπος

Ο δεύτερος τύπος κτίσματος είναι το πλατυμέτωπο μακρόσπιτο.  Σε αυτόν παρατηρείται η διαδοχική διάταξη δύο παραλληλόγραμμων χώρων, ο ένας πίσω από τον άλλον. Ο εμπρός χώρος (καθημερινό) εναι χαμηλότερος ενώ στο πρανές διαμορφώνεται κατώγι. Ο πίσω χώρος υποδιαιρείται με διαχωριστικούς τοίχους ή και με καμάρες. Σε αυτόν βρίσκονται κάμαρες και βοηθητικοί χώροι. Κάποτε γινόταν προσθήκη χτιστής αυλής, μέσω της οποίας οποία πραγματοποιούταν η πρόσβαση στο καθημερινό.????

γ' τύπος

ο τρίτος τύπος κτισμάτων είναι τα αγροτικά πετροκάλυβα και τα αλώνια. Θεωρούνται απαραίτητα για τον γεωργό προκειμένου να διαμένει ο ίδιος, τα ζώα, και να αποθηκεύεται προσωρινά η σοδειά, σε περίπτωση που το χωράφι βρίσκεται μακριά από την κατοικία. Η στέγαση γίνεται με οριζόντιο δώμα, οι τοίχοι χτίζονται χωρία κονίαμα και η ανέγερσή τους γίνεται με το παραδοσιακό εκφορικό σύστημα (γέρμα).

 

Κρήνες

Τα άφθονα νερά που πηγάζουν μέσα από τους βράχους καταλήγουν να χύνονται μέσα σε μία ημισφαιρική, μαρμάρινη γούρνα. Οι κρήνες στεγάζονται συνήθως με θόλο που σχηματίζει αψιδωτή είσοδο.

 

Περιστεριώνες

Οι περιστεριώνες αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής. Το εσωτερικό τους εμφανίζεται σχετικά απλο, με το “κατώγι” να στεγάζει βοηθητικές γεωργικές χρήσεις, ενώ στο “ανώγι” διαμορφώνονται οι φωλιές των περιστεριών. Στο ακρόδωμα υπάρχουν σχεδόν πάντα τέσσερις κεραίες.

 

Πέτρινοι φράχτες (ξερολιθιές)

 

Οι ξερολιθιές αποτελούν κατ'εξοχήν έργο που αναδεικνύει την δεξιοτεχνία των τοπικών εργατών. Η κατέυθυνσή τους είναι πλάγια ή οριζόντια και ρόλος τους είναι να χωρίζουν τη γη στις πλαγιές των βουνών και των λόφων από τις κορυφές μέχρι τη θάλασσα. Στις απότομες πλαγιές οι οριζόντιοι φράχτες πυκνώνουν προς αποφυγήν αποσάρθρωσης του εδάφους.

Προς εξοικονόμιση χρόνου και υλικού, αντικαθίστανται μέρη της τοιχοποιίας με, κάθετα τοποθετημένες, πελώριες σχιτόπλακες (στήματα) ανάμεσα στις οριζόντιες αδούλευτες λεπτές πέτρες της ξερολιθιάς.

Οι φράχτες χτίζονται ψηλότεροι στην περίπτωση των ρεματιών, με μικρούς και επίπεδους σχιστόλιθους σε οριζόντιες ισόδομες στρώσεις ενώ η πυκνή, κάθετη παράταξη των σχιστόλιθων εξυπηρετεί, συχνά, τις αυξημένες ανάγκες των φραχτών στα ποτάμια.