Ο χρόνος έχει αφήσει το στίγμα του στον μικρό οικισμό της Μεράδας. Οι μόνιμοι κάτοικοι σήμερα είναι 15, και τα περισσότερα σπίτια δεν λειτουργούν καν σαν εξοχικές κατοικίες έστω για λίγους μήνες τον χρόνο.
Ο κύριος λόγος που τα κτίσματα μαραζώνουν είναι το τοπικό πέτρωμα απο το οποίο έχουν γίνει, αν όχι όλα, το μεγαλύτερο ποσοστό των παραδοσιακών κτηρίων. Οι τεχνίτες δούλευαν με την πέτρα του κοντινότερου λατομείου για τις τοιχοποιίες και τις λιθοδομές γενικότερα, το οποίο στη συνέχεια το επικάλυπταν με το κατάλληλο επίχρισμα, το οποίο ανανέωναν και οι κάτοικοι μια φορά τουλάχιστον τον χρόνο. Η εγκατάλειψη και η υγρασία οδηγούν στην απώλεια αυτού του επιχρίσματος η οποία είναι η κυριότερη αιτία που το πέτρωμα αλλάζει ιδιότητες, χάνει την αρχική του σκληρότητα, γίνεται ψαθυρό, ευαίσθητο στα καιρικά φαινόμενα και στην οποιαδήποτε επεξεργασία. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η αντικατάσταση του κατάλληλου ασβεστοκονιάματος με καινούριους σοβάδες (κυρίως τσιμεντοκονία), τυποποιημένους και οικονομικότερους, με πρόχειρο αρμολόγημα-μύστρισμα. Ο μη συσχετισμός της σκληρότητας των επιφανειών που έρχονταν σε επαφή είχε συχνά ως αποτέλεσμα να πέφτει η τσιμεντοκονία και μαζί του να παρασύρει το εξωτερικό στρώμα του πετρώματος. Το μεγάλο πρόβλημα που δημιουργείται είναι πως οι γωνιόλιθοι είναι οι πρώτοι που εκτίθενται στις περιβαλλοντικές συνθήκες και η σημαντική τους εξασθένιση θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο το κτήριο.
Ένα δεύτερο αλλά εξίσου σημαντικό στοιχείο της παθολογίας των κτισμάτων είναι η εκτεταμένη χρήση του ωπλισμένου σκυροδέματος. Η λεπίδα, το πατητό χώμα δηλαδή, που τοποθετούσαν στο δώμα χρειαζόταν προσοχή και περιποίηση, κάτι που έκανε το μπετόν αρμέ να φαντάζει σαν μια πιο άνετη λύση για τα δώματα. Όμως, οι αυτοσχέδιες αυτές τοποθετήσεις ανάγκασαν τα παραδοσιακά ξύλινα ταβάνια να φέρουν φορτία που δεν ανταποκρίνονταν στις δυνατότητες τους. Αναλυτικότερα, η αυξημένη υγρασία και η έλλειψη υγρομόνωσης της πλάκας αυξάνει το βάρος του σκυροδέματος και ταυτόχρονα μειώνει την αντοχή του ξύλου. Αυτά, σε συνδυασμό με την φυσική αποσάρθρωση (έντομα, σκόροι, κτλ) των κακο-συντηρημένων ξύλινων στοιχείων οδηγούν στην καταστροφή της ξύλινης υποστήριξης και συχνά στην διάλυση ολόκληρου του επιπέδου. Είναι αδύνατον να μην παρατηρήσουμε πως οι οπλισμοί που εμφανίστηκαν ύστερα απο αυτές τις ζημιές μοιάζουν εντελώς ακατάλληλοι.
Επιπλέον στοιχείο της παθολογίας των τοπικών κτισμάτων είναι η καταστροφή των αρχικών ξύλινων κουφωμάτων. Αυτό συμβαίνει και λόγω της κακής συντήρησης απο μέρους των ιδιοκτητών και επειδή η τοποθέτηση του κουφώματος σταματά να είναι σωστή, αφου οι τοιχοποιίες δεν τα συγκρατούν πια το ίδιο καλά.