«Η Σαντορίνη είναι ένας κόσμος μαγικός δεν έχει τίποτε κοινό με άλλα νησιά. Όποιος βρίσκεται εκεί νομίζει ότι έχει αφήσει μακριά τα γνώριμα και τόσο ήρεμα ελληνικά τοπία» αναφέρει στο βιβλίο του για την Σαντορίνη ο Φιλιππίδης ( Φιλιππίδης Δημήτρης, Σαντορίνη Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ, Δεκέμβριος 1983). Αντίστοιχα η Οία, με την χαρακτηριστική παραδοσιακή αρχιτεκτονική της προσαρμόζεται απόλυτα στο έντονα ανάγλυφο ηφαιστειογενές της έδαφος με τους απόκρυμνους γκρεμούς δημιουργώντας μια τέτοια σχέση αλληλεπίδρασης χάνωντας τα όρια του ιδιωτικού και δημοσίου. Τα κτίσματα, κυρίως τα υπόσκαφα, ακολουθώντας τον προσανατολισμό της καλδέρας είναι στραμμένα προς νότο και δύση. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο εκμεταλεύονται τον νότιο προσανατολισμό αλλα ταυτόχρονα αξιοποιούν και την απρόσκοπτη θέα του ηλιοβασιλέματος και της Θηρασιάς στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου.
Ο Οία από μια πιο γενική άποψη φαίνεται να είναι παρατεταγμένος κατά μήκος της κορυφογραμμής της καλδέρας, ενώ, συνεχίζει να διαχέεται προς τη θάλασσα με μία πιο ρευστή μορφοπλασία. Ακολουθώντας ένα σύστημα χυτής αρχιτεκτονικής ο δομημένος χώρος είναι απόλυτα εναρμονισμένος με το έντονο ανάγλυφο των βράχων ακολουθώντας τις έντονες πτυχώσεις τους. Η λαϊκή αρχιτεκτονική πηγάζει από το ιδιόμορφο περιβάλλον της περιοχής με τα κτίσματα να έχουν μια σχέση άμεσης αλληλεπίδρασης με αυτό και να δημιουργούν την εντύπωση ότι αναδύονται από το ηφαιστιογενές έδαφος. Στην αίσθηση αυτή είναι σημαντική η συμβολή του κύριου υλικού κατασκευής το οποίο είναι ένα κονίαμα με βασικό συστατικό στοιχείο την ηφαιστειακή τέφρα δηλαδή το ίδιο το έδαφος. Συνεπώς το ίδιο το περιβάλλον επαναπροσδιορίζεται με την συντηρητική και περιορισμένη ανθρώπινη παρέμβαση δημιουργώντας χώρους κατοίκησης. Επομένως η κατοικία και γενικότερα τα κτίρια αποτελούν προέκταση του εδάφους που τα φιλοξενεί.
Ο οικισμός αναπτύσσεται σε δύο γενικές περιοχές, την περιοχή της καλντέρας και την ανώτερη, επιπεδη περιοχή. Στο πρώτο τμήμα συναντάται ο αρχιτεκτονικός τύπος των υπόσκαφων και ημίχτιστων κτισμάτων, των λαϊκών δηλαδή σπιτιών που ανήκαν σε φτωχούς εργάτες της Οίας. Τα υπόσκαφα σπίτια αναπτύχθηκαν λόγω της εύκολης κατασκευής αλλά και της εξοικονόμησης της εύφορης γης. Στην δεύτερη περιοχή τοποθετούνται τα αρχοντικά σπίτια των Καπεταναίων, με εξέχουσες μορφές και έντονη παρουσία του αναγεννησιακού στοιχείου, που αποτελεί και τον νησιώτικο νεοκλασσικό τύπο αρχιτεκτονικής.