Το συγκεκριμένο καπετανόσπιτο χτισμένο στις αρχές του περασμένου αιώνα για μια οικογένεια εφοπλιστών βρίσκεται σήμερα σε κακή κατάσταση. Σύμφωνα με πηγές από κατοίκους της περιοχής το κτήριο υπέστη σοβαρές ζημιές στο σεισμό του 1956. Οι ιδιοκτήτες του μετανάστευσαν στον Πειραιά και το κτήριο παρέμεινε έκτοτε εγκαταλειμμένο. Λόγω πολλών κληρονόμων δεν υπήρξε η συγκατάθεση για ανακαίνιση του καπετανόσπιτου.
Το καπετανόσπιτο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του οικισμού κοντά στο σημερινό σταθμό λεωφορείων. Διαθέτει μια πρωτότυπη κάτοψη σχήματος Γ που δημιουργεί μικρή αυλή μπροστά από την είσοδο. Δεύτερη είσοδος οδηγεί μέσα από μια μικρή διάβαση στο υπόγειο χώρο του σπιτιού όπου βρίσκονταν οι στάβλοι και κάποιοι αποθηκευτικού χώροι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αντηρίδες που υποστηρίζουν το δυτικό τοίχο κάτω από τις οποίες περνά κανείς για να φτάσει στο υπόγειο. Το κτήριο είναι κατασκευασμένο με θολωτές κατασκευές από μαυρόπετρα στους τοίχους του υπογείου και κοκκινόπετρα στο ισόγειο.
Στο ισόγειο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακόσμηση με μικρά αστεράκια στο χολ της εισόδου (κάτι που παρατηρείται και σε άλλα καπετανόσπιτα) αλλά και οι πόρτες στο μεγάλο σαλόνι που μιμούνται μαρμάρινες κατασκευές. Η ξυλεία στα πατώματα είναι εισαγωγή από τη Ρουμανία αφού το νησί δεν έχει ξυλεία. Διάδρομοι δεν υπάρχουν η κίνηση μέσα στο σπίτι γίνεται από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Το υπόγειο είναι δύο μεγάλες ανεξάρτητες αίθουσες που έχουν ξύλινο πατάρι. Οι τοίχοι του υπογείου δεν συμπίπτουν κατακόρυφα με αυτούς του ισογείου κάτι που μαρτυρεί τις χαμηλές γνώσεις των Οιατών στην οικοδομική αλλά και τους λόγους για τους οποίους τα περισσότερα καπετανόσπιτα υπέστησαν σοβαρές ζημιές κατά τους σεισμούς. Στις 2 αίθουσες του υπογείου έχουν προστεθεί καμάρες από οπλισμένο σκυρόδεμα για να υποστηρίξουν το κτήριο και να εμποδίσουν την κατάρρευση.