Δημητσάνα (Τμήμα Β)

Καταγραφή Συμπερασμάτων

Αν δεν ξέρεις την ιστορία σου, δεν ξέρεις τίποτα. Είσαι σαν ένα φύλλο που δεν ξέρει ότι είναι μέρος ενός δέντρου.

Michael Crichton, 1942-2008, Αμερικανός συγγραφέας

 Κλείνοντας την εργασία αυτή για τον οικισμό της Δημητσάνας, βγαίνουν στην επιφάνεια δυνατά συναισθήματα. Η διαμονή και η περιήγηση στην περιοχή έφερε μια άλλη αίσθηση στην αντίληψη που είχαμε για αυτήν, πριν την επισκεφθούμε. Έχοντας έναυσμα το γνωμικό του Michael Crichton καταλάβαμε πόσο σημαντικό και στοιχειώδες είναι να γνωρίζει κάποιος την ιστορία του τόπου και των προγόνων του. Η συναναστροφή με τους κατοίκους της Δημητσάνας αλλά και με την ιδιαίτερη αύρα της πλούτισε τις εμπειρίες και τις γνώσεις μας.

 Η αντοχή στις διάφορες απειλές που εμφανίστηκαν στο πέρασμα των αιώνων κατέστησε τη Δημητσάνα μια περιοχή ιδιαίτερα ακμάζουσα. Οι απότομες κλίσεις, το βραχώδες ανάγλυφο και το μεγάλο υψόμετρο της ήταν αρωγοί αυτής της ανθεκτικότητας που πρόβαλλε η περιοχή καθώς και της ανάπτυξης της. Μάθαμε ότι το πλούσιο σε υλικά έδαφος μπορεί να συντελέσει στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης περιοχής με αξιοθαύμαστη αρχιτεκτονική. Τα μαστορικά 'μπουλούκια' ως επί το πλείστον χρησιμοποιούσαν υλικά από το τραχύ έδαφος της Γορτυνίας για την κατασκευή  των οικημάτων τους και των δρόμων. Αυτό τους ενδυνάμωσε σαν περιοχή και τους προετοίμασε το ‘έδαφος’ για τη δημιουργία των υπέροχων αυτών κτισμάτων.

  Μας έγινε γνωστή, επίσης, η βοήθεια που πρόσφερε η Δημητσάνα κατά τον καιρό της Τουρκοκρατίας με την παραγωγή μπαρουτιού. Το κάψιμο των βιβλίων  για την δημιουργία περισσότερου μπαρουτιού ήταν κάτι που μας εξέπληξε ιδιαίτερα, αφού η Δημητσάνα αποτελούσε το ιδιαίτερα ακμάζον κέντρο εκπαίδευσης εκείνη την εποχή. Η θυσία αυτή μας συγκίνησε αφού δόθηκε αρκετό μέρος των βιβλίων της Βιβλιοθήκης για την επανάσταση.

    Αυτό που μας λύπησε ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η τάση εγκατάλειψης της περιοχής και μετεγκατάστασης σε άλλα πιο κομβικά μέρη. Όλο και περισσότεροι νέοι θέλοντας να διευρύνουν τις επαγγελματικές τους δυνατότητες και δραστηριότητες, μετακινούνται σε πιο κεντρικές και αστικές περιοχές.  Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι κάποια από τα παραδοσιακά σπίτια να ερειπώνουν, πολλές φορές χωρίς συντήρηση, φαινόμενο το οποίο προκαλεί πλήγμα στον παραδοσιακό οικισμό, προσδίδοντάς του ένα χαρακτήρα εγκατάλειψης, ιδιαίτερα δε όταν έρχονται σε παραθέσεις με τα νεότερα κτισμάτων.

 Ένα άλλο πλήγμα του οικισμού είναι οι αλλοιώσεις και διάφορες τροποποιήσεις που λαμβάνουν τα κτίσματα. Τα σύγχρονα πρότυπα ζωής, οι νέες ανάγκες και απαιτήσεις χώρων που δημιουργούνται, σε συνδυασμό με την χρεία συντήρησης κάποιων παλιών δομικών υλικών και αντικατάστασης τους με καινούρια με σκοπό τη μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο, βάζει τα θεμέλια για μια διαφορετική αρχιτεκτονική.  Αλλοιώνεται, με αυτόν τον τρόπο, σε μεγάλο βαθμό ο χαρακτήρας του οικισμού και αρκετές φορές δημιουργεί ένα απόλυτα αποστειρωμένο περιβάλλον  με μη αντιστρεπτά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, κάποιες από τις αλλοιώσεις που μας φάνηκαν ιδιαίτερα απρόσεχτες και δύσμορφες σε σχέση με τη γενική εικόνα  της Δημητσάνας, ήταν οι προσθήκες όγκων (διάτρητων ή μη)  σε υπάρχοντα κτίσματα, οι νότες κοσμοπολίτικου χαρακτήρα σε κάποια άλλα, και η αλλοίωση της εμφανούς δομής, και συνεπώς και της όψης, με στρώσεις υλικών  για καλύτερη μόνωση και προστασία των κτισμάτων. Βέβαια, πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως είναι κτίσματα τα οποία μαρτυρούν τη διάθεση να διατηρηθεί ο αρχιτεκτονικό χαρακτήρας του οικισμού. Και στην περίπτωση αυτή όμως, κάποιες φορές δεν υπήρξαν τα επιθυμητά αποτελέσματα, είτε λόγω των σύγχρονων υλικών είτε της άγνοιας της κατασκευαστικής λογικής.  

    Για τα παραπάνω γίνεται λόγος, διότι θεωρούμε ότι η εκτίμηση του κατά πόσο έχει αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του οικισμού είναι μια υπόθεση πολύ πιο περίπλοκη απ’ όσο ακούγεται, κι αυτό γιατί, δεν αρκεί μια στείρα παράθεση των επεμβάσεων και αλλοιώσεων που έχουν γίνει στον οικισμό, αλλά είναι απαραίτητη ταυτόχρονα η διερεύνηση των αιτιών που τη προκάλεσαν, ώστε να μπορέσουμε να διακρίνουμε και τη μελλοντική εξέλιξη του. Και στο σημείο αυτό θα θέλαμε να τονίσουμε ότι το βάρος της ευθύνης για την αλλοίωση του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα της περιοχής δεν μπορεί και δεν πρέπει να πέφτει στους ώμους των κατοίκων που με κάθε τρόπο προσπαθούν να συντηρήσουν τις οικίες τους ώστε αυτές να είναι βιώσιμες. Η ευθύνη για μας βαρύνει κυρίως τις πλάτες της πολιτείας, που μερίμνησε να επιδείξει και να νομοθετήσει τις λεπτομέρειες για τη συντήρηση του οικισμού αλλά δεν έδειξε το ανάλογο πάθος για την οργανωμένη κληροδότηση της τεχνικής γνώσης που απαιτείται από γενιά σε γενιά, και την παροχή των απαραίτητων υλικών, δυσπρόσιτων ενδεχομένως για κάθε κάτοικο ξεχωριστά.

 

   Μέσα από την εργασία αυτή, καταληκτικά, μπορεί να προσεγγιστεί και να γίνει εν μέρει κατανοητή η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της Δημητσάνας. Η αντίληψη της αρχιτεκτονικής όμως, εν γένει, και ειδικά αυτής ενός οικισμού με τόσο μακραίωνη ιστορία και κληρονομιά, μπορεί μόνο να επιτευχθεί μέσα από βιωματικές καταστάσεις, σαν αυτές που ζήσαμε και εμείς εκεί, μέσα από τη περιπλάνηση μας στα δρομάκια της και τη γνωριμία με τη καθημερινή ζωή των κατοίκων, μέσα από την αντιδιαστολή αυτού που φαίνεται ότι ήταν παλιά, με αυτό που είναι τώρα. Και η διαπίστωση πως αυτή η αντιδιαστολή είναι παρούσα, έστω και σε μικρό βαθμό, σε όλη την έκταση του οικισμού μας έκανε να αναρωτηθούμε για ποιο λόγο, με το πέρασμα του χρόνου, απαξιώνεται όλο και περισσότερο η παράδοση και δεν γίνεται οργανωμένη προσπάθεια διατήρησης της. Ίσως τελικά, αυτό συμβαίνει επειδή πλέον η γνωριμία μας με την αρχιτεκτονική παράδοση στερείται αυτού του τόσο σημαντικού βιώματος.