Δημητσάνα (Τμήμα Β)

Ιστορικά Στοιχεία

     Πρώτη ιστορική καταγραφή του οικισμού της Δημητσάνας εντοπίζεται κατά τους Ομηρικούς χρόνους, με την ονομασία Τεύθις, η οποία αποτελούσε κώμη της πόλης-κράτους Θεισόας. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, η αρχαία Τεύθις συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο με τον ομώνυμο βασιλιά της, Τεύθη, και τους υπόλοιπους Αρκάδες. Ένα άγαλμα της Αθηνάς κατασκευάστηκε, κατά τη διάρκεια του τρωικού πολέμου, από τους κατοίκους, για τον εξευμενισμό της θεάς μετά το τραυματισμό που της προκάλεσε ο βασιλιάς Τεύθις, σύμφωνα με τη μυθολογία. Ακόμα, στην πόλη είναι κτισμένοι ναοί αφιερωμένοι στις θεές Αθηνά, Αφροδίτη και Άρτεμις. Μετά το πέρας του πολέμου οι κάτοικοι της, συμμετείχαν στον εποικισμό της Μεγαλόπολης.
     Αναφέρεται από τον Παυσανία ακόμα, σε αναφορές του 170 μΧ.,  ότι η πόλη ήταν κατοικημένη, περιτειχισμένη και ασφαλισμένη με Ακρόπολη, υποδηλώνοντας μια πόλη ισχυρή, ικανή να ελέγχει τόσο με τη δύναμη, όσο και με τη θέση της τις γύρω περιοχές.  Σήμερα μόνο μια υπόνοια των αρχαίων αυτών τειχών μπορεί να εντοπιστεί στη περιοχή του Κάστρου. Η Τεύθις αναπτύσσεται σε μεγάλη οικονομική δύναμη της περιοχής (το 194 μΧ. κόβει νόμισμα με την επιγραφή “Αχαιών Τευθιδών Γνωσέας”), αλλά μέχρι τον 3ο και 4ο μΧ. αιώνα σταδιακά παρακμάζει, απομονώνεται αδυνατώντας να απωθήσει τους εκάστοτε κατακτητές. Την ίδια περίοδο, νέες παλαιοχριστιανικές βασιλικές κτίζονται, δείγμα του εκχριστιανισμού των κατοίκων.
    Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα μΧ. σλαβικά φύλλα, ειρηνικοί νομάδες ποιμένες και γεωργοί, αναζητώντας ορεινά και ασφαλή μέρη κατοίκησης, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Οι νέοι κάτοικοι συνυπήρξαν αρχικά, στη συνέχεια αφομοιώθηκαν με τους γηγενείς πληθυσμούς και ενστερνίστηκαν πλήρως τα ελληνική και χριστιανικά στοιχεία. Έκτοτε, στις ιστορικές αναφορές δεν ξαναγίνεται λόγος για ομάδες με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
    Τον 9ο, 10ο και 11ο αι. η κεντρική Βυζαντινή εξουσία υποστηρίζει και χρηματοδοτεί την ανάπτυξη της Παιδείας στον ελλαδικό χώρο με την ίδρυση μεγάλων μονών σε όλη την επικράτεια. Στο πλαίσιο αυτό ιδρύεται και η μονή Φιλοσόφου 2,5 χιλιόμετρα έξω από τη Δημητσάνα το 963 μΧ. Σε έγγραφα που αφορούν την ίδρυση της μονής, το 967 μΧ, αναφέρεται για πρώτη φορά η τοπωνυμία Δημητσάνα, λέξη μάλλον σλαβικής καταγωγής, περιγράφοντας μια ακμάζουσα πόλη, αποκαλούμενη «χώρα», στην οποία ζουν και δραστηριοποιούνται γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ειδικοί τεχνίτες, εργάτες και πλούσιοι νοικοκυραίοι, και κάνουν την εμφάνισή τους ισχυρές ιστορικές οικογένειες. Παρ’ ολ’ αυτά πότε ακριβώς η αρχαία Τεύθις μετονομάστηκε σε Δημητσάνα είναι άγνωστο, όπως άγνωστη είναι και η ετυμολογία της λέξης.
   Η Δημητσάνα λόγω της ορεινής και δυσπρόσιτης της θέσης και του άγονου εδάφους της δεν αποτέλεσε στόχο των οθωμανικών επιδρομών. Έτσι, κατά το 15ο και 16ο αιώνα αλλά και λίγο νωρίτερα γνώρισε ιδιαίτερη ακμή, ιδίως στον τομέα της παιδείας.
    Κατά τη περίοδο της Ενετοκρατίας η Δημητσάνα εξακολουθεί να είναι εκπαιδευτικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Το 18ο αιώνα γίνεται επίσης εμπορικό της κέντρο, γνωρίζοντας έτσι μεγάλη ακμή. Μεγάλο εύρος βιοτεχνικών εγκαταστάσεων λειτουργούν αυτή τη περίοδο αξιοποιώντας τα άφθονα νερά που ρέουν στο Αρκαδικό χώρο, με τη βοήθεια της υδροκίνησης και τη χρήση απλών παραδοσιακών μηχανισμών. Η παραγωγή ενέργειας βάσει της υδροκίνησης αποτέλεσε θεμέλιο λίθο της τοπικής οικονομίας αλλά και αυτής της ευρύτερης περιοχής.
    Μετά το πέρας της Ενετοκρατίας, οι συνθήκες στάθηκαν ευνοϊκές για την περαιτέρω ανάπτυξη της Δημητσάνας. Ο οικισμός έλαβε ιδιαίτερη μεταχείριση από την Τούρκικη εξουσία. Η σκληρή φορολογία δεν εφαρμόζεται στον οικισμό ενώ οι Δημητσανιότες κυκλοφορούν ελεύθερα σε όλη την αυτοκρατορία καταλαμβάνοντας εξέχοντα αξιώματα και πρωτοστατώντας στο τομέα του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Ο πληθυσμός αυξάνεται.
    Εκτός από το σχολείο που ήδη λειτουργεί στην πόλη από το 1764, μια ομάδα ομογενών μοναχών από τη Σμύρνη, ιδρύουν την ονομαστή Σχολή Δημητσάνης και την τοπική βιβλιοθήκη, τα ράφια της οποίας γεμίζουν με τη συμβολή του Πατριαρχείου. Η αναστάτωση, όμως, από την εξέγερση των Ελλήνων στη διάρκεια των Ορλωφικών (Ρωσοτουρκικός πόλεμος, 1768-1774) φτάνει μέχρι την Πελοπόννησο. Η αιματηρή καταστολή της από τους Τούρκους, με τη βοήθεια των Αλβανών, αναστέλλει κάθε οικονομική και πνευματική πρόοδο, γεγονός που αναπόφευκτα επηρεάζει και τη Δημητσάνα. Η λειτουργία της Σχολής αναστέλλεται.
    Η Δημητσάνα, στους αγώνες του 1821, λαμβάνει ενεργά μέρος. Λόγω της απόκρημνης θέσης της αλλά και του άγονού εδάφους της, περνά απαρατήρητη από τους κατακτητές, πράγμα που της δίνει τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί στη βιομηχανία παραγωγής μπαρουτιού. Έτσι αποκτά τη μεγαλύτερη παραγωγική μονάδα μπαρουτιού, μετρώντας 14 μπαρουτόμυλους. Για αυτό το λόγο, η Δημητσάνα ονομάστηκε «μπαρουταποθήκη του Έθνους». Δυστυχώς όμως, επειδή για πρώτη ύλη χρησιμοποιούνταν το χαρτί, μεγάλο μέρος του αρχείου της βιβλιοθήκης καταστράφηκε.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης έγραψε σχετικά
"Μπαρούτι είχαμε, έκαμνε η Δημητσάνα. Του μπαρουτιού την υπόθεση την είχαν πάρει απάνου τους τ'αδέλφια Σπηλιωτόπουλοι και δια να δουλεύουν το μπαρούτι επαίρναμε Δημητζανίτες στο στρατόπεδο".

     Το 1895, ο κεντρικός δρόμος του χωριού μεταφέρεται στη θέση που βρίσκεται και σήμερα. Μια πληθώρα από μαγαζάκια και εργαστήρια εγκαθίστανται μέχρι το 1950 στο σημείο αυτό, αποτελώντας τη σημερινή αγορά.
    Από το 1930 και έπειτα, λόγω δυσμενών συνθηκών διαβίωσης, πολλοί Δημητσανιότες μεταναστεύουν και εγκαθίστανται στην Αμερική, την Αυστραλία και αλλού.
     Το 1992 η Δημητσάνα αναγνωρίζεται ως Δήμος, συμπεριλαμβάνοντας τις κοινότητες Δημητσάνας (Δημητσάνα, Καρκαλού, Παλιοχώρι), Ζυγοβιστίου και Ράδου.