Τα παραδοσιακά πηλιορείτικα σπίτια , ακόμα και τα αρχοντικά των πλούσιων αρχόντων της Βυζίτσας , περίπου απ΄ τις αρχές του 20ου αι. άρχισαν να εγκαταλείπονται. Η μαζική αστικοποίηση , η βιομηχανική επανάσταση και ο νέος τρόπος ζωής που αυτές απέβαλαν οδήγησε τους απογόνους και κληρονόμους αυτών των σπιτιών στα αστικά κέντρα , κλείνοντας τις πόρτες των παραδοσιακών αυτών κτισμάτων .Οι νέοι ιδιοκτήτες τους , όσοι δεν τα πούλησαν από νωρίς , δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία και δεν επισκέπτονταν τακτικά τα κτίσματα αυτά , αφήνοντας τον χρόνο να δράσει ριζικά και δραματικά τόσο στα δομικά τους μέλη όσο και στα αρχιτεκτονικά τους στοιχεία. Αρκετά από τα κτίσματα αυτά καταστράφηκαν ολοσχερώς αφήνοντας ελάχιστα ερείπια ενώ όσα άντεξαν παρουσίασαν σημαντικές φθορές που τα καθιστούσαν τουλάχιστον ακατοίκητα . Κυρίως οι σεισμοί είναι αυτοί που κλόνισαν και προκάλεσαν ζημιές στα εγκαταλειμμένα αυτά κτίσματα , κυρίως τα πιο κακοφτιαγμένα.
Το πιο ευαίσθητο στο χρόνο στοιχείο αυτών των κατοικιών , ήταν σίγουρα ο ξύλινος σκελετός του δεύτερου πατώματος .Από τα πρώτα σπίτια με ξύλινους σκελετούς άρχισαν να φαίνονται τα προβλήματα συνύπαρξης των λιθοδομών και τον σκελετών. Πιο συγκεκριμένα ο τρόπος σύνδεσης αυτών των δύο συστημάτων καταργούσε την ελαστικότητα στη μεταξύ τους κίνηση και έτσι ,σε περίπτωση σεισμού, ετερόκλητα στοιχεία συγκρουόταν προκαλώντας , στην καλύτερη περίπτωση , βαθιές ρωγμές . Η κατάσταση επιδεινώνονταν δραματικά , στα κτίσματα όπου υπήρξε αδιαφορία για το κλείσιμο του πέτρινου περιβλήματος και την σύνδεση των μοναχικών τοίχων στους τελευταίους ορόφους.
Όσον αφορά τα ορθογωνικά σπίτια , αυτά άντεξαν σίγουρα περισσότερο από αυτά σχήματος Γ. Ωστόσο , ανάμεσά τους κυρίως τα ασύμετρα με τους διακεκομένους μεσότοιχους παρουσίασαν σημαντικές φθορές. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, οι κτιριολογικές ανάγκες της εποχής ζητούσαν συνεχή χώρο υποδοχής σε τελευταίο όροφο. Η λύση δόθηκε με την διέξοδο του κεντρικού χώρου προς τα πίσω , σε θέση κεντρική , στον άξονα συμμετρίας του σπιτιού .Η κίνηση αυτή απαιτούσε κατάργηση του εγκάρσιου μεσότοιχου στον τελευταίο όροφο και διακοπή του διαμήκους κατά το εύρος της κρεβάτας.Παρόλο που με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν ωραίοι εσωτερικοί χώροι , προκλήθηκαν σοβαρά τεχνικά προβλήματα. Και πρώτα απ΄ όλα , στη σύνδεση των λιθοδομών γύρω απ΄τη διασταύρωση δοξάτου και κρεβάτας , σε συσχετισμό με τη μεταφορά των φορτίων της στέγης στο γεφυρούμενο με ξύλα άνοιγμα του διαμήκους μεσότοιχου. Σε χειρότερες περιπτώσεις μάλιστα παρατηρείται και διακοπή του βόρειου εξωτερικού τοίχου , γεγονός που κάνει το όλο αυτό σύστημα ακόμα πιο ανισσόροπο και ευάλωτο στις δονήσεις.
Ένα ακόμα δύσκολο σημείο εμφανίζεται στη μεταφορά των φορτίων των πλευρικών τσατμάδων των χειμωνιάτικων δωματίων , εκατέρωθεν της κρεβάτας . Αυτή γίνεται όχι πια κατευθείαν στον εγκάρσιο μεσότοιχο του αποκάτω ορόφου , αλλά πάνω στα δοκάρια των διπλανών του δωματίων. Οι ταλαντώσεις , η φθορά του ξύλου , η ακόμα και η κακή εκτίμηση της αντοχής τους , οδήγησαν σε παραμορφώσεις , πολλές φορές θραύσεις των δοκαριών και , στη συνέχεια , σε σωρεία αλυσιδωτών ζημιών .
Σε καλύτερη κατάσταση βρίσκονται τα όψιμα ορθογωνικά κτίσματα που κατασκευάστηκαν μετά το 1830. Αυτά διακρίνονται από ορισμένα χαρακτηριστικά όψιμης μορφολογίας καθώς από τότε αρχίζει η όλο και πιο φειδωλή χρήση των ξύλινων σκελετών. Οι πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. αποτέλεσαν για το Πήλιο περίοδο αλλαγών και νεωτερισμών στην οικοδόμηση της κατοικίας . Τα κτίσματα κτίζονται κυρίως συμμετρικά με πλήρεις μεσότοιχους σε ένα συντηρητικό πλαίσιο , ενώ παρατηρείται και ατολμία για μεγάλα ανοίγματα.
Τα μεγαλύτερα ίσως προβλήματα εμφάνισαν τα σπίτια σχήματος Γ . Το βασικότερο ίσως απορρέει από το έντονα ασύμμετρο σχήμα της κάτοψής τους , που συνεπάγεται με μετατόπιση του κέντρου ελαστικής στροφής και ασύνδετους τοίχους στον όροφο .Οι μόνες εγγυήσεις για την αντοχή τους είναι η επιμελημένη κατασκευή και η ανεξάρτητη διάταξη των ασύνδετων τοίχων του τελευταίου ορόφου. Ο καλύτερος τρόπος από αντισεισμική άποψη για την αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν η μη πάκτωση του τοίχου στον σχετικά άκαμπτο πέτρινο πυρήνα του υπολοίπου σπιτιού , αλλά η παρεμβολή ενός ξύλινου σαχνισιού σαν αρμός διακοπής. Η πάκτωση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ανομοιόμορφη κίνηση του μεσότοιχου και την εμφάνιση ρωγμών . Επιπλέον , σοβαρές ζημιές παρατηρήθηκαν στα κτήρια μεγάλων διαστάσεων όπου καταργείται ο εγκάρσιος μεσότοιχος και ο διαμήκης διακόπτεται. Το δέσιμο των κτιρίων αυτών με τους μεσότοιχους είναι απαραίτητο καθώς είναι μεγάλα τα μήκη των βορεινών τοίχων και όταν τους λείπει μία ενδιάμεση νεύρωση παραμορφώνονται και ραγίζουν .Στις περιπτώσεις μάλιστα που ο εγκάρσιος μεσότοιχος καταργείται από το πρώτο κιόλας πάτωμα , τα προβλήματα αντιστήριξης γίνονται τεράστια και τα κτίρια είναι καταδικασμένα .
Συμπεραίνουμε ,επομένως , ότι το πιο ευάλωτο στους σεισμούς χαρακτηριστικό των πειλιορίτικων σπιτιών ήταν η ύπαρξη των αναμεμιγμένων φορέων .Οι κατασκευές που δεν διατήρησαν ανεξαρτησία των φορέων αυτών και χτίστηκαν με λιγότερη προσοχή παρουσίασαν συγκρούσεις των διαφορετικών τους στοιχείων και κατά συνέπεια, έντονες φθορές. Σε πολλές περιπτώσεις δεν επιβίωσαν .
Βιβλιογραφία-Πηγές: Ιωάννης Κίζης (2007), Πηλιορείτικη Οικοδομία , Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς