Αφέτες

Στέγη

Αξονομετρικό στέγηςΤομή λεπτομέρειας στέγηςΛεπτρομέρεια στέγης 1 Λεπτομέρεια στέγης 2Κεντρικός "Μπαμπάς"Ξύλινο γείσο με πανωτσίμπιδα που προεξέχουνΚοντό γείσο με πλάκες. Φαίνεται η κοτρογιόμωσηΣύγχρονη καπνοδόχοςΣύγχρονη καπνοδόχος

Οι στέγες των πηλιορείτικων σπιτιών πλέον είναι τετράριχτες ( ενώ παλαιότερα υπήρχαν και τρίριχτες ) . Υπάρχουν δύο τύποι στεγών, ζευκτά και η καθιστή . Ωστόσο εμείς συναντάμε κυρίως τη δεύτερη περίπτωση όπου η στέγη αποτελείται από σύστημα δοκίδων , τεγίδων και επιτεγίδων με πολλά ενδιάμεσα σημεία στήριξης . Η κατασκευή είναι η εξής :
Αρχικά οι γωνίες των κατακόρυφων στοιχείων της κατασκευής δένονται με οριζόντια διαγώνια ξύλα ( μαξιλάρια  ή μασχάλες ) . Σ4υνήθως η σύνδεση γίνεται με καρφιά και σπανιότερα με μεσοχαραχτή εντορμία . Έπειτα γεφυρώνεται το κενό ( συχνά το κενό διακόπτεται από ενδιάμεσο μεσότοιχο ) δημιουργώντας μια ισχυρή βάση για την έδραση της στέγης . Τα δοκάρια αυτά ( περαστές ή γρεντιές ) είναι από δρυίνα ή καστανίσια  ξύλα διατομής 18x18 εκατοστά περίπου και τοποθετούνται ανά 1,2 εώς 1,5 μέτρα . Οι περαστές είναι μονοκόμματοι ή ματίζονται στο σημείο του μεσότοιχου που παρεμβάλλεται ( εάν υπάρχει ) .
Στη συνέχεια, στη μεσαία περαστή τοποθετείται ο μπαμπάς που δίνει και το ύψος της στέγης ( ώστε να έχει κλίση 40-50% ) . Αν η στέγη είναι μακρόστενη τοποθετούνται 2 ή 3 μπαμπάδες που στηρίζουν τον κορφιά .
Μετά τοποθετούνται τα κατωμάχια , μακριά και λεπτά ξύλα που συνδέουν τις γωνίες του κτιρίου με τη βάση του μπαμπά και λειτουργούν ως διαγώνιοι οριζόντιοι ελκυστήρες ( καρφώνονται ενδιάμεσα στις μασχάλες και στις περαστές ) . Οι κύριες κατωμαχιές είναι τέσσερις , ωστόσο . στις περιπτώσεις που η κάτοψη δεν είναι ορθογωνική,  χρειάζεται προέκταση της στέγης και τοποθετούνται επιπλέον μπαμπάδες που στηρίζονται από δευτερεύουσες κατωμαχιές.  Η οριζόντια διαδοκίδωση συμπληρώνεται από κοντές περαστές που τοποθετούνται κάθετα στις περαστές .
Έπειτα τοποθετούνται τα τσιμπίδια  στο τέρμα των περαστών  και τοποθετούνται πάνω στον μπαμπά δημιουργώντας την κλίση . Τα υπόλοιπα τσιμπίδια φτάνουν μέχρι το κατακόρυφο επίπεδο που ορίζουν οι κατωμαχιές και στηρίζονται πάνω στις περαστές με μικρούς ορθοστάτες .
Ακολουθούν οι μαχιές , λεπτά και ίσια ξύλα διατομής 12x12 εκατοστά που καρφώνονται πάνω στον μπαμπά , στις άκρες των τσιμπιδιών και σφηνώνονται στις άκρες των κατωμαχιών με απλές εγκοπές .
Τα παραπάνω σχηματίζουν τη βασική πυραμίδα της στέγης .
Επιπλέον τοποθετούνται οι δίπλες , τεγίδες διατομής 12x8 εκατοστά περίπου , που τοποθετούνται εγκάρσια στα τσιμπίδια και καρφώνονται σε αυτά και στις μαχιές . Στις άκρες φαίνεται ότι η κάτω μεριά τους είναι σχεδόν συνεπίπεδη με των μαχιών ενώ η πάνω βρίσκεται χαμηλότερα από την αντίστοιχη πάνω μεριά των μαχιών . Οι δίπλες ( ξύλα διατομής 12x8 εκατοστά περίπου ) τοποθετούνται 5ανά 1,2 μέτρα περίπου .
Ακολουθούν τα πανωτσίμπιδα ( επιτεγίδες ) , ξύλα διατομής 8x8 εκατοστά περίπου , που τοποθετούνται εγκάρσια στις δίπλες ανά 0,5 μέτρα περίπου και εξέχουν από το περίγραμμα του κτιρίου για να δημιουργήσουν το γείσο ( σατσάκι ) . Στις γωνίες του κτιρίου έχουν ελαφριά κλίση για να δώσουν στη στέγη μια ελαφριά καμπύλη μορφή .
Οι ενδιάμεσες στηρίξεις συμπληρώνονται με τις αντηρίδες ( παγιάντες ) που συνδέουν τη βάση του μπαμπά με τα τσιμπίδια , λοξά .
Υπάρχουν επιπλέον στηρίξεις όπως τα ντεστέκια , νταϊάκια και κοντοστύλια που μεταφέρουν τα φορτία της στέγης στις περαστές .

Η στέγη ολοκληρώνεται με την επικάλυψη της . Συγκεκριμένα, φαρδιές σανίδες ( πέταυρα ) καρφώνονται στα πανωτσίμπιδα με μικρά κενά ανάμεσα τους ώστε να πιάνει η λάσπη ( σε λίγες περιπτώσεις υπάρχει και η ξερή διάστρωση ) .
Στην παραδοσιακή κατασκευή χρησημοποιούνταν μόνο σχιστόπλακες , πάχους 1 εως 3 εκ. που προέρχονταν κυρίως από τα χωριά του Πρόπαν και του Νεοχωρίου, ενώ σήμερα τοποθετούνται σε μία ζώνη 1μέτρα σχιστόπλακες και απο τη μέση και πάνω κεραμίδια ( κυρίως βυζαντινά ) .
Για την τοποθέτηση των σχιστόπλακων εφαρμόστηκαν δύο τεχνικές ( η διάστρωση σε αράδες και το πλέξιμο ) .
Στην πρώτη τεχνική χρησημοποιούνται πλάκες μεγάλου μεγέθους που τοποθετούνται σε σειρές σε ένα ισόδομο σύστημα . Το στρώσιμο ξεκινάει από το γείσο με πλάκες 1 μέτρου περίπου που προεξέχουν από την ξύλινη κατασκευή 10 με 15 εκατοστά και αντίστοιχα προεξέχουν και προς τα μέσα για να δέχονται το βάρος των υπερκείμενων πλακών ως αντίβαρο . Στη συνέχεια στρώνονται οι επόμενες σειρές πλακών ώστε κάθε πλάκα να καλύπτει τον αρμό της υποκείμενης της σε μήκος περίπου ίσο με τα 2/3 του . Με αυτόν τον τρόπο συνεχίζεται η επικάλυψη της οροφής .
Για την σύνδεση των πλακών βοηθάει η λάσπη , ωστόσο δεν αρκεί . Οι πλάκες πρέπει να σφηνώνονται καλά μεταξύ τους στους αρμούς ώσεως . Γι΄ αυτό οι πλάκες πρέπει να διαλέγονται καλά και να μικροπελεκιούνται κατευθείαν ώστε να πατούν καλά .Μια επιπλέον τεχνική είναι τα τσιβίκια που βοηθούν για να σφηνώσουν τις πλάκες, αλλά αποφεύγεται . Παλαιότερα μερικές πλάκες καρφώνονταν και με αυτόν τον τρόπο κατασκευάζονταν μερικές σταθερές ζώνες στην στέγη .
Η δεύτερη τεχνική είναι το στρώσιμο σε λέπια όπου οι πλάκες πελεκιούνται κυκλικά στην ακμή που φαίνεται ( χρησιμοποιούνται μικρού μεγέθους πλάκες ) .
Η επικάλυψη στα σημεία των μαχιάδων και ντερέδων γίνεται με ιδιαίτερο τρόπο . Ο πιο σωστός τρόπος είναι με πλέξιμο των πλακών . Σε λιγότερες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται πλάκες ως καπάκια , δηλαδή μεγάλες ορθογώνιες πλάκες που καλύπτουν την ένωση δυο επιπέδων, ανεξάρτητα το ένα με το άλλο . Για την κάλυψη των κενών που υπάρχουν σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιείται ασβεστοκονίαμα. Αυτή η τεχνική χρησημοποιείται και για την κάλυψη των κορφιάδων .
Ως ειδική κατασκευή αντιμετωπίζεται η στεγάνωση των καμινάδων . Παλαιότερα οι πλάκες που κατέβαιναν προς την καπνοδόχο ανασηκώνονταν ( με την τοποθέτιση πρόσθετων πλακών από κάτω τους ) και δημιουργούσαν ένα είδος κορφιά . Στο πλάι της καπνοδόχου τοποθετούνταν πλάκες  που έδιωχναν τα νερά . Αργότερα άρχισε να αντιμετωπίζεται αυτό το πρόβλημα με την τοποθέτιση κομμένης και διπλωμένης λαμαρίνας μεταξύ της πλάκας και της καμινάδας .

Η σκεπή τελειώνει με το γείσο (γρηπίδα),. Υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Η πρώτη και παλαιότερη γίνεται με τα δομικά μέλη της στέγης που προεξέχουν απο αυτήν. Διαμορφώνεται με δύο τρόπους :
·    Στον πρώτο, τα πανωτσίμπιδα προεξέχουν κατα 0.7-1. Υποστηρίζονται με βοηθητικό «ταμπάνι» παράλληλο με τις δίπλες που που στηρίζεται στις περαστές οι οποίες προεξεχουν  τουλάχιστον 20 εκατοστά. Τα πανοτσίμπιδα δένονται με ένα καδρόνι διατομής περίπου 6x10 εκ που καρφώνεται πάνω τους,. Αυτό ,εξέχοντας βοηθάει της πρώτες πλάκες να μην γλιστρήσουν. Πίσω απο το καδρόνι συνεχίζεται πέτσωμα («πεταύρα» ή «σκουρέτα») πάχους 2 εκ..  Η αλλαγή κατέυθυνσης της οικοδομικής γραμμής στις γωνίες δημιουργεί μικροπροβλήματα, και λύνεται με συμπληρωματικά «πανωτσίμπιδα» ή «καπρούλια» σε ριποειδή διάταξη. Ο τρόπος αυτός παρουσιάζει πρόβλημα στο αλφάδιασμα των γείσων  όταν αυτές δεν έχουν το ίδιο πλάτος.
·    Οι περαστές προεκτείονται μέχρι το επιθυμητό πλάτος του γείσου.  Έτσι διαμορφώνεται ενιαίο οριζόντιο γείσο για όλο το κτήριο. Το πλάτος δεν μπορεί να υπερβεί τα 70 εκατοστά λόγω φέρουσας αντοχής της περαστής. Λόγω της αραιής διαδοκίδωσης των περαστών , τοποθετούνται προσθετες κοντές περαστές-φουρούσια («ορφανά») οι οποίες αντιστηρίζονται στο εσωτερικό, με ορθοστάτες που κοντράρουν  στα τσιμπίδια ή με στρωτήρα που τα σφήγκει. Το πέτσωμα γίνεται με χοντρά καστανίσια σανίδια λόγω των μεγάλων ανοιγμάτων. Τα γείσα αυτά διευκολύνουν το στρώσιμο των πλακών λόγω της οριζοντιότητάς τους.
Η χρήση των ξύλινων γείσων περιορίζονται όπου υπάρχει ξύλινος σκελετός ή όπου έιναι απαραίτητη η μεγάλη προεξοχή πάνω απο ελαφριά τοιχώματα. Απο τα μέσα του 19ου αιώνα έχει επικρατήσει η κατασκευή στενών γείσων με εκφορά σχιστοπλακών. Σε αυτήν την περίπτωση τοποθετούνται με εκφορά δύο ή τρεις σχιστοπλακες με εξοχή κάθε μίας κατα 20 εκατοστά το πολύ. Οι περαστές καρφώνονται στην εσωτερική ξυλοδεσιά. Έτσι γεμίζοντας με μέτριας ποιότητας αργολιθοδομή μέχρι το πέτσωμα τις στέγης («κοτρογιόμωση») .

Αρχικά στα πιο πολλά σπίτια δεν ήταν όλοι οι χώροι ταβανομένοι. Τέτοιες περιπτώσεις παρατηρούνται κυρίως σε αρχοντικά .
Τα ταβάνια είναι συνήθως σοβατισμένα όμως βρίσκουμε και ξύλινα πιο πολυτελή .
Η κατασκευή για το επίπεδο του ταβανιού γίνεται ως εξής :
καρφώνονται καδρόνια διατομής 4x6 εκατοστά κάθετα στις περαστές της στέγης ανα 40 εκατοστά περίπου . Για να πυκνώσουν τα καδρόνια τοποθετούνται ενδιάμεσα δοκάρια παράλληλα με τις περαστές . Τα καδρόνια παίρνουν μικροπελεκήματα και τοποθετοτούνται σφήνες για το αλφάδιασμα . Στη συνέχεια καρφώνονται οι σανίδες του ταβανιού πάχους 1 εκατοστό περίπου και πλάτους 10 εώς 20 εκατοστά περίπου . Οι σανίδες καρφώνονται κάθετα στα καδρόνια . Το πλαίσιο του ταβανιού στην ακμή με τον τοίχο γίνεται με κάρφωμα πρόσθετων σανίδων κάτω από το ταβάνι , που λειτουργούν ως αρμοκάλυπτρα . Παλαιότερα παρατηρούνται και διακοσμητικά πλαίσια στα ταβάνια τα οποία όμως δε βρήκαμε στη δική μας περίπτωση .
Επιπλέον συναντάμε στις πιο πολλές περιπτώσεις σοβατισμένα ταβάνια τα οποία άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα . Για την κατασκευή του σοβατισμένου ταβανιού ακολουθείται η προηγούμενη μέθοδος με διαφορετικό τελείωμα . Στην θέση των φαρδιών σανίδων καρφώνονται λεπτά ξύλα ( μπαγδατόπηχες ) πολύ πυκνά δημιουργώντας ένα είδος πετσώματος . Πάνω σε αυτό το πέτσωμα στρώνεται ο σοβάς .

Υπάρχουν όμως και μειονεκτήματα που πρέπει να έχει κανείς στο νού του και να φροντίσει για τη θεραπεία τους. Πρώτον το μεγάλο βάρος που απαιτεί γερή υποδομή , δεύτερων η απολέπιση των πλακών απο το παγετό. Αυτά τα μειονεκτήματα ή μάλλον οι δυσκολίες όπως και το υψηλό σημερινό κόστος έχουν οδηγήσει στην βαθμιαία εγκατάλειψη των πέτρινων σκεπών, ειδικά μετά την καταστροφή πολλών από αυτών από το σεισμό . Είναι χαρακτηριστικό ό,τι από παλιά στο Πήλιο επισκεύαζαν στέγες διατηρώντας τις πλάκες σε χαμηλώτερες ζώνες, και αντικαθιστώντας τις υψηλότερες και την κορυφή με κεραμύδια. Συναφείς κατασκευές με το σκέπασμα της στέγης ήταν η στεγάνωση των καπνοδόχων και η πρόβλεψη θυρίδων επίσκεψης. Η στεγάνωση της βάσης της καπνοδόχου, ιδίως της επαφής της πλευράς της με τις πλάκες της στέγης που κατεβαίνοντας τεραμτίζουν πάνω της, είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζονται με παρεμβολή κομμένης και διπλωμένης λαμαρίνας που ανάμεσα στις πλάκες και στην καμινάδα.