Κατά τον πρώτο επικοισμό γύρω στα 1650, η αρχική εικόνα του οικισμού συντίθεται από τις κατοικίες των τριάντα οικογενειών που μετοίκησαν στην περιοχή. Κριτήρια για την επιλογή εγκατάστασής τους, αποτέλεσαν το αθέατο της περιοχής από τη θάλασσα και η εγγύτητα μεταξύ των σπιτιών. Εκατό περίπου χρόνια αργότερα,με την πρωτοφανή οικονομική άνθηση της ευρύτερης περιοχής του Πηλίου και την αύξηση του πληθυσμού, ο οικισμός αποκτά πιο ολοκληρωμένη μορφή με τη δημιουργία του κεντρικού ναού. Εξαπλώθηκε κυρίως βορειοδυτικά, γεγονός που αποδεικνύεται από την ηλικία των κτιρίων αυτής της περιοχής.Η ανάπτυξη πιθανόν ήταν δυναμική όπως στα περισσότερα χωριά του Πηλίου,με ακολουθία των προυπάρχοντων δρόμων και πύκνωση των εστιών κατοικίας.Η επέκταση του οικισμού έγινε χωρίς συνειδητό σχεδιασμό, ακολουθώντας το μοντέλο της πολυκυτταρικής πλαισίωσης ενός βασικού κέντρου, την εκκλησία. Με τη δημιουργία της πλατείας σε μικρή απόσταση από την εκκλησία,το κέντρο της φαίνεται να διασπάται, χωρίζοντας τη θρησκευτική ζωή από την κοινωνική. Κατά τον όψιμο 19ο αιώνα όπου η ακμή συνεχίζεται, ο οικισμός επεκτείνεται και εμπλουτίζεται με νεοκλασικά κτίρια, ενώ ο δημόσιος χώρος αλλάζει και αποκτά πιο εξωστρεφή χαρακτήρα. Η επέκταση γίνεται προς βορρά, νότο και ανατολή, γεγονός που αποδεικνύεται από την ύπαρξη νεοκλασικών κτιρίων στις περιοχές αυτές. Το νεότερο τμήμα του οικισμού φαίνεται να αναπτύσσεται κυρίως νότια και ανατολικά, καθώς σε αυτά τα τμήματα του οικισμού τα νεότερα κτίρια υπερισχύουν σε αριθμό από τα παλαιότερα. Παρατηρούνται επίσης σύνολα κτισμάτων όμοια μεταξύ τους σε μορφή και διάταξη, τόσο στα παλαιότερα τμήματα του οικισμού, όσο και στα νεότερα.