ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΦΑΣΕΙΣ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ Β2-Β3-Β4
ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ (~1880):
Χτίζεται η κατοικία Β3. Η κατοικία χτίστηκε εξαρχής ολόκληρη (δεν έγιναν ύστερες προεκτάσεις στον κατακόρυφο άξονα) και επιμερίστηκε σε δύο κομμάτια με μία ενδιάμεση μεσοτοιχία για να ικανοποιήσει τις βιωτικές ανάγκες δύο αδερφών. Οι κατόψεις των δύο κατοικιών στο κοινό κέλυφος είναι πανοποιότυπες και συμμετρικές ως προς τη μεσοτοιχία.
Οι χώροι υγιεινής ήταν απομακρυσμένοι από το κτίριο, όπως και η κουζίνα, που το καλοκαίρι μεταφερόταν στους εξωτερικούς χώρους της κατοικίας, ενώ τον χειμώνα το μαγείρεμα γινόταν στο τζάκι της κάθε κατοικίας.
Ταυτόχρονα με την κατοικία Β3, το 1880 περίπου χτίστηκε και ο χώρος Β4ii (πλέον αποτελεί παράρτημα της κατοικίας Β4), ο οποίος αποτελούσε χώρο για τα ζώα. Παραπλεύρως υπήρχε και ένας παραδοσιακός φούρνος που υπάρχει ακόμα και σήμερα.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ (~1900):
Χτίζεται η κατοικία Β2 για τον τρίτο αδελφό της οικογένειας. Αποτελούσε τυπικό πετρόχτιστο κτίσμα, αλλά υπήρξε ισχυρή κινητικότητα και αλλαγή λειτουργιών λόγω θανάτου του τρίτου αδελφού στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αρχικά μετακόμισαν ο παππούς και η νύφη του τρίτου αδελφού, μέχρι τη στιγμή που η κατοικία Β2 σφραγίστηκε.
ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ (1929):
Χτίζεται η κατοικία Β4, στην οποία προστίθεται το κομμάτι Β4ii ως ένας επιπλέον βιώσιμος χώρος. Ο χώρος Β4ii σοβατίζεται λόγω κακού χειρισμού της πέτρας, κάτι που καθιστά την κατοικία Β4 μορφολογικά ασυνεχή. Το συγκρότημα των τριών κατοικιών δημιουργεί, λόγω της καμπυλότητας του άξονα πάνω στον οποίο έχουν τοποθετηθεί, έναν σαφώς ορισμένο υπαίθριο χώρο, ο οποίος όμως κατακερματίζεται με τις αλλαγές στην ιδιοκτησία και την ανάγκη για ιδιωτικότητα.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΑΣΗ (1970-Σύγχρονη Εποχή):
Τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια, οι τρεις κατοικίες έχουν περάσει από μία μεγάλη σειρά αλλαγών.
Η Κατοικία Β2 ανακαινίστηκε ώστε να ανοίξει ξανά, ως εξοχική κατοικία πλέον. Πραγματοποιήθηκε μία προέκταση από τσιμέντο, η οποία μιμείται την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του Πηλίου. Ταυτόχρονα, το εσωτερικό απογυμνώθηκε από την αρχική χωρική οργάνωση και απέκτησε πιο σύγχρονο, ενοποιημένο χαρακτήρα.
Το 1970 έγινε προέκταση της κατοικίας Β3 ώστε να ενταχθούν στο εσωτερικό οι χώροι υγιεινής και η κουζίνα. Συζητώντας με τους γηραιότερους κατοίκους του συγκροτήματος, καταλάβαμε πως οι προσθήκες δεν έγιναν μόνο για κάλυψη νέων αναγκών, αλλά περισσότερο λόγω μίας νέας τάσης εκσυγχρονισμού, μετά από καταγραφή των κατοικιών. Ουσιαστικά, μέσω της καταγραφής τους έγινε για πρώτη φορά αισθητή μία «έλλειψη» σε παροχές, η οποία τους καθιστούσε «κατώτερους» ιεραρχικά σε σχέση με τους κατοίκους των πόλεων. Έτσι, οι αυτοσχέδιες προσθήκες φαίνεται να αποσκοπούν σε μία κοινωνική ανέλιξη.
Η Κατοικία Β4 αποκτά μία επιπλέον αποθήκη στη πλάτη του κτίσματος, και όπως συνέβη με τη Κατοικία Β2, το εσωτερικό διαμορφώνεται από το μηδέν, ακολουθώντας σύγχρονα δεδομένα και καταργώντας τις παραδοσιακές τυπολογίες.