Η στέγη αποτελεί σημαντικό στοιχείο της Λαγκαδινής τυπολογίας και αρχιτεκτονικής. Είναι συνήθως δίρριχτη ή τρίρριχτη και ανήκει στον τύπο "δοκού επί στύλου" (καθιστή). Η τρίρριχτη, η οποία είναι και η πιο συχνή, συναντάται κυρίως σε πλατυμέτωπα κτήρια που είναι τοποθετημένα κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες. Η προς τον δρόμο μικρή πλευρά της στέγης εδράζεται σε αναλημματικό τοίχο, όπου συνήθως βρίσκεται και η καμινάδα του τζακιού ή του φούρνου. Η κλίση της άλλης μικρής πλευράς ονομάζεται κεντρί. Σε κάθε περίπτωση, οι αντιστηριζόμενες κεκλιμένες δοκοί ονομάζονται αμοίβοντες και συνδέονται μεταξύ τους συνήθως με μισοχαρακτή ξυλοσύνδεση. Είναι τοποθετημένοι πυκνά και εδράζονται στην περιμετρική τοιχοποιία και στην κορυφομηκίδα η οποία ανά αποστάσεις εδράζεται μέσω ορθοστατών στα οριζόντια στοιχεία της στέγης. Τα ξύλα που χρησιμοποιούνται είναι συχνά ελαφρώς ή καθόλου κατεργασμένα (κορμοί). Το σανίδωμα καρφώνεται κατευθείαν στους αμείβοντες. Η τελική επικάλυψη είναι κεραμίδια βυζαντινά (ημικολυμβητά). Όσον αφορά όμως στα νεότερα κτήρια, χαρακτηριστική είναι η επανάχρηση παλαιότερων κεραμιδιών καθώς επίσης και η εκ νέου χρήση ρωμαϊκού τύπου κεραμιδιών, γεγονός που καθορίζει τη σημερινή μορφολογία και αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του οικισμού.