Λαγκάδια (Τμήμα Α)

Συμπεράσματα

Ο οικισμός αποτέλεσε πυρήνα της ζωής ολόκληρης της Αρκαδίας κατά τον 19ο αιώνα. Η σημερινή του κατάσταση ίσως προϊδεάζει για το πολυεπίπεδό ενδιαφέρον και την εξέχουσα σημασία του οικισμού για την ευρύτερη περιοχή. Στόχος αυτού του κειμένου είναι η συστηματοποίηση των συμπερασμάτων από τις βασικότερες ενότητες ανάλυσης όπως αυτές προηγήθηκαν στην πορεία μελέτης.

Συνοψίζοντας το πρώτο κομμάτι της εργασίας, βλέπουμε ότι τα Λαγκάδια είναι ένα τυπικό ορεινό χωριό της Αρκαδίας. Αναπτύσσεται στην πλαγιά του όρους Μαίναλο με μεγάλη κλίση, κοντά στο 70% κατά τόπους, ευνοικό προσανατολισμό και τοποθέτηση στο ανάγλυφο της περιοχής (προστασία από τις καιρικές συνθήκες λόγω φυσικού ορίου). Το χωριό συνεχίζει να είναι προσβάσιμο, έχοντας χάσει όμως το ρόλο του ως κεφαλοχώρι της Αρκαδίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, παρά την έντονη οικονομική ζωή και τον σχετικά μεγάλο πληθυσμό, ποτέ δεν συγκέντρωνε μεγάλη ποσότητα κόσμου από άλλες περιοχές, καθώς οι κάτοικοί του ήταν κατα συντριπτική πλειοψηφία χτίστες και μάστορες. Για ορισμένες εβδομάδες και μόνο το χωριό αποτελούσε υπερτοπικό κόμβο, κάτι σαν "πιάτσα" μαστόρων, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο τα μπουλούκια έλειπαν για δουλειές σε όλη την Ελλάδα. Αυτό θα μπρουσε να εξηγήσει και την ιδιαίτερη οικιστική συγκρότησή του χωριού: πυκνοδομημένο και ταυτόχρονα με ελάχιστους δημόσιους χώρους. Κι αυτό γιατί την περίοδο που οι κάτοικοι ήταν στο χωριό κατά μάζα, ασχολούνταν είτε με γεωεργικές εργασίες ή με την συντήρηση της ιδιοκτησίας τους, και όχι με την κοινωνική ζωή. Ανάλογα, διαλεκτική είναι και η σχέση του χωριού ή τουλάχιστον του αρχικού οικισμού με τη φύση. Ο οικισμός ετεροκαθορίζεται από το φυσικό περιβάλλον και αφομοιώνει στο δομημένο χώρο στοιχεία όπως η κλίση του εδάφους, οι φυτεύσεις, οι κρίνες και οι φυσικοί σχηματισμοί του βράχου. Ταυτόχρονα, από την άλλη μεριά και το φυσικό περιβάλλον της πλαγιάς του Μαινάλου φαίνεται να καθορίζεται από τη δομή του οικισμού, με τα Λαγγάδια να  μοιάζουν γατζωμένα κατά μήκος ενός αυχένα του βουνού.

Η σχέση των Λαγκαδίων με την φύση αλλά και η ζωή των κατοίκων του εκφράζονται τόσο στη σύνθεση των κτηρίων με τον δημόσιο χώρο και τους δρόμους όσο και στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Σημαντικό συνθετικό στοιχείο ενός κτίσματος αλλά και ενός μεγαλύτερου οικιστικού πυρήνα είναι πάντα οι αυλές και τα πλατώματα. Οι υπαίθριοι και ημιυπαίθριοι χώροι γενικά έχουν σαν στόχο την εξυπηρέτηση ιδιωτικών αναγκών ή, πιθανά, και αναγκών μιας μικρής ομάδας κατοικιών σε γειτονικά κτήρια. Η σχέση των κτηρίων με τους δρόμους είναι συνήθως σχέση σκληρού ορίου μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, αφού οι εξωτερικές παρειές των τοίχων των σπιτιών ορίζουν επι της ουσίας και το όριο του δρόμου. Όλος ο οικισμός δομείται γύρω από τρείς βασικούς δρόμους και καθετα σε αυτούς αναπτύσσονται μικρά δρομάκια και σκάλες που ενώνουν τα διαφορετικά επίπεδα του χωριού. Πλατείες βλέπουμε κυρίως κοντά σε πυρήνες εμπορικών χρήσεων αν και έχουν περιορισμένη έκταση.

Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα κτήρια σε επίπεδο τυπολογίας απαντούν στο μακρινάρι και τις βασικές παραλλαγές του, ενώ συναντάμε και ορισμένα τετράγωνα κτίσματα. Ενδιαφέρον παρουσίαζει ο αριθμός των ορόφων στα κτήρια, με διαφορά έως και τεσσάρων ορόφων μεταξύ των δύο πλευρών τους, σε σημεία με έντονη κλίση. Ειδικότερα, στον Πάνω Μαχαλά, που είναι και η περιοχή μελέτης μας, το ανάγλυφο διαφοροποιείται από αυτό των δύο χαμηλότερων επιπέδων του χωριού. Το έδαφος εδώ είναι σχετικά επίπεδο και τα σπίτια δεν έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των δύο μετώπων σε ορόφους. Ο βασικός χαρακτήρας δε, καθορίζεται από την τοποθέτηση των κτηρίων εκατέρωθεν των δρόμων, με τη μία πλευρά να ορίζεται από τις προσόψεις και την άλλη από τις πίσω όψεις των κτισμάτων κατά μήκος αυτών. Η λειτουργική διάρθρωση είναι σχεδόν παντού σταθερή, με τρίχωρη κάτοψη στον όροφο και κατώι από κάτω, με αποθηκευτικούς χώρους και χώρο σταύλισης. Οι όροφοι είναι αυτόνομοι και η πρόσβαση στον πάνω γίνεται με εξωτερική σκάλα. Ώς προς την τοποθέτηση ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο προσεγμένος βιοκλιματικός σχεδιασμός όσων αφορά τα παλαιότερα και πιο καλοδιατηρημένα κτήρια, με νότια ανοίγματα, τετράγωνες κατόψεις, υπερυψωμένο δάπεδο χώρων κατοικίας, για να μην έρχεται σε επαφή με το κρύο έδαφος, αλλά και υπόσκαφα μέρη που προστατεύονται από τον αέρα.

Τα υλικά δομής, κυρίως ασβεστολιθικά πετρώματα και ξύλο καθώς και απλά κονιάματα (αργιλοκονιάματα ή υδραυλικές κονίες με τριμμένο κεραμίδι), αντικατοπτρίζουν τους περιορισμούς του περιβάλλοντος και των διαθέσιμων υλικών. Στον Πάνω Μαχαλά χαρακτηριστική είναι η χρήση λευκής πέτρας σε αντίθεση με την σκουρόχρωμη του Κάτω Μαχαλά, γεγονός που δικαιολογείται από τις αντίστοιχες πηγές εξώρυξης στα δύο σημεία. Μεταλλικά στοιχεία συναντάμε ελάχιστα (τζινέτια στήριξης και αγκύρωσης των ξύλινων κουφωμάτων στην περιμετρική τοιχοποιία και σπανιότερα ελκυστήρες ενίσχυσης των γωνιών των κτηρίων). Η κατασκευή των ξύλινων στεγών και πατωμάτων, με εξαίρεση την κατασκευή των εξωστών δεν παρουσιάζει την επιμέλεια που παρουσιάζουν οι λιθοδομές (τοίχοι, θόλοι, μεμονωμένα υποστυλώματα) οι οποίες σώζονται στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε πολύ καλή κατάσταση, ακόμα και σε εγκατελειμένα ή ερειπωμένα κτήρια.    

Γενικά, παρότι ο οικισμός διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση ώς πρός τη λειτουργικότητα των κτηρίων, ο βαθμός αλλοίωσής τους είναι αρκετά μεγάλος. Αλλοιώσεις με έντονο αντίκτυπο στον παραδοσιακό χαρακτήρα του οικισμού είναι αυτές της προσθήκης νέων όγκων και ανοιγμάτων, είτε για την επέκταση των χώρων είτε για την οικονομικότερη συντήρηση των σπιτιών. Αυτό σχετίζεται και με μια ριζική αλλαγή του παραγωγικού χαρακτήρα του οικισμού, που από χωριό των περιπλανόμενων χτιστών έγινε χωριό ηιλκιωμένων. Με την αλλαγή των οικονομικών δραστηριοτήτων των κατοίκων και με την μείωση της σημασίας του οικισμού, οι παλιοί πυρήνες που συγκέντρωναν μεγάλη κίνηση στον Κάτω Μαχαλά αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και οι λειτουργικές κατόψεις των σπιτιών. Έτσι δημιουργείται ανάγκη επαναπροσδιορισμού βασικών αρχών στη σχέση των κτηρίων με τον δημόσιο χώρο που σημαίνει και ανάγκη παρεμβάσεων στις ίδιες τις τυπολογίες. Ομολογουμένως μια συγκροτημένη ανακαίνιση ή αποκατάσταση σε ένα κτήριο ώστε να μην αλλοιώνεται ο παραδοσιακός χαρατήρας είναι αρκετά ακριβή, τόσο που πιθανά να είναι αποτρεπτική για κάποιον που μένει μόνιμα στα Λαγκάδια χωρίς ιδιαίτερα βιοπωριστικά μέσα. Παρόλα αυτά οι κεντρικοί πυρήνες του παλιού οικισμού διατηρούν τον χαρακτήρα τους σχετικά αναλλοίωτο.

Κλείνοντας, αρκετά συμπεράσματα μπορούν να διεξαχθούν από τη μελέτη του οικισμού των Λαγκαδίων, τόσο σε σχέση με τις κατασκευαστικές μεθόδους, το βιοκλιματικό σχεδιασμό και τη σχέση τους με το περιβάλλον, όσο και με τον ιδιότυπο διάλογο ιδιωτικού-δημοσίου που αναπτύσσεται. Προκύπτει ότι η ανάγκη περιορίζει τις επιλογές ως προς την σύνθεση του χώρου, αλλά συγκροτεί εν τέλει χαρακτήρα και φυσιογνωμία γι' αυτόν, εκφράζοντας εξ ολοκλήρου ένα κοινωνικό υποκείμενο στην ιστορική κίνησή του. Ταυτόχρονα το συλλογικό υποκείμενο αναπλάθει το χώρο διαρκώς, δημιουργώντας ένα παλίμψηστο με τις διαφορετικές φάσεις που πέρασε και περνά. Κι αυτά γιατί τόσο ο οικισμός ως μια ολότητα όσο και τα παραγωγικά του μέρη διαφοροποιούνται βάση της αλλαγής θέσης του ίδιου του οικισμού στην τοπική κοινωνία και περιοχή. Η ουσία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής είναι το πώς οι άνθρωποι δημιουργούν το περιβάλλον τους και αυτοπροσδιορίζονται μέσα από αυτή τους την πράξη. Αυτό είναι ίσως και το σημαντικότερο στοίχημα για έναν αρχιτέκτονα του σήμερα: Ο αυτοπροσδιορισμός της κοινωνίας και του ατόμου μέσω του συλλογικού σχηματισμού του χώρου τους, με τη συνεργασία επιστήμης- κοινωνίας.