Λαγκάδια (Τμήμα Α)

Πληθυσμιακά Στοιχεία, Οικονομικές και Παραγωγικές Δραστηριότητες

 Πληθυσμιακά στοιχεία – Οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες

Σε γενικότερο πλαίσιο, οι οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων του χωριού καθορίστηκαν από τις γεωφυσικές, τις κλιματολογικές ιδιαιτερότητες της Αρκαδίας αλλά και από τη γεωγραφική θέση του χωριού (πέρασμα προς την αρχαία Ολυμπία) καθώς και από τις ιστορικές συγκυρίες που ευνόησαν την οικονομική του άνθιση.  Το επικλινές έδαφος, η πετρώδης σύσταση του καθώς και η περιορισμένη πρόσβαση σε νερό (ρέμα στον κάτω μαχαλά) κατέστησαν περιορισμένη την γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα αν και μέχρι και την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρχαν περιορισμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις στις πλαγιές των γύρω βουνών. Έτσι οι κάτοικοι στράφηκαν προς την επεξεργασία της πέτρας και ανέπτυξαν την τέχνη του μάστορα. Οργανώθηκαν σε μπουλούκια και  ως νομαδικές συντεχνίες ξεκινώντας από την Πελοπόννησο έφτασαν την περίοδο της ακμής  μέχρι και την Ήπειρο.

Ιστορικά, ως προς την ανάπτυξη του οικισμού διακρίνουμε 5 περιόδους.

16ος – 17ος αιώνας:

Πρόκειται για την περίοδο των πρώτων αναφορών στην περιοχή των Λαγκαδίων ως ένωση 3-4 μικρότερων οικισμών. Η χωροθέτηση του χωριού με αφετηρία το ρέμα και  η αμφιθεατρική του ανάπτυξη καθορίζει και τις πρώτες δραστηριότητες των κατοίκων αφού τους φέρνει σε επαφή με την εκμετάλλευση της πέτρας (λατομεία).Σε περιορισμένο βαθμό υπάρχει και η ενασχόληση με την γεωργία και κτηνοτροφία.

19ος αιώνας– Τουρκοκρατία:

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η σύνδεση του χωριού με οικογένειες αρχόντων (Δεληγιανναίοι) ευνοεί την ανάπτυξη του. Επίσης, σημαντική είναι η συμβολή των Λαγκαδινών στην επανάσταση το 1821 είτε με τη συμμετοχή τους ως αγωνιστές είτε με την κατασκευή οχυρωματικών έργων.

19ος  αιώνας – Αρχές 20ου :

Αυτή την περίοδο, ο οικισμός καθίσταται το κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Τότε παρατηρείται και η ραγδαία οικονομική άνθιση, όπως μαρτυράται και από τα δημογραφικά στοιχεία του 1890, που ο αριθμός των κατοίκων φτάνει στο απόγειο του, κοντά στους 7.000. Τα μπουλούκια των μαστόρων εντατικοποιούν τη δραστηριότητα τους στην Πελοπόννησο και φτάνουν μέχρι την Ήπειρο, όπως φαίνεται και μέσα από τα αρχιτεκτονικά ηπειρωτικά στοιχεία τα οποία παρατηρούμε στα λαγκαδινά σπίτια. Η εμπορική δραστηριότητα αναπτύσσεται γύρω από τους κεντρικούς δρόμους του χωριού ενώ ταυτόχρονα σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν  και τα μικρά εργαστήρια των τεχνητών.Δημοτικά και γυμνάσια ιδρύονται την περίοδο μεγάλης ανάπτυξης του οικισμού καθώς και διάφορες υπηρεσίες (Ταχυδρομείο, Αστυνομία) τα οποία συμβάλλουν στον σημαντικό ρόλο που επιτελούν τα Λαγκάδια στην γύρω περιοχή.

20ος  αιώνας (Μεσοπόλεμος):

Το φαινόμενο της αστικοποίησης που προκαλεί εσωτερική μετανάστευση αλλά και η φυγή προς το εξωτερικό προκαλούν σιγά σιγά την ερήμωση του χωριού γεγονός που φαίνεται και από τα δημογραφικά του 1940 που απαριθμούν 3.333 κατοίκους.Το γενικότερο κλίμα της βαρύτητας που δόθηκε στην εκπαίδευση από την ελληνική κοινωνία στα μέσα του 20ου αιώνα με την ίδρυση πολλών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων επηρεάζει με τη σειρά του τις ασχολίες των κατοίκων του χωριού αφού αρκετά από τα νέα παιδιά έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν ή να αφομοιωθούν σε διάφορους τομείς υπηρεσιών

21ος αιώνας (Σήμερα):

Οι εναπομείναντες  μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είναι κατά βάση συνταξιούχοι ενώ υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός αυτών, οι οποίοι το επισκέπτονται περιστασιακά σε περιόδους διακοπών. Ελάχιστοι νέοι άνθρωποι έχουν επιστρέψει στην ύπαιθρο και εργάζονται εκεί ενώ είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το γυμνάσιο και το λύκειο δεν λειτουργούν. Οι κεντρικοί δρόμοι του χωριού που έχουν διατηρήσει την εμπορική τους χρήση στεγάζουν ξενοδοχεία, εστιατόρια καθώς και εμπορικά καταστήματα παραδοσιακών τοπικών προϊόντων (ζυμαρικά, ξύλινα σκεύη, γλυκά εδέσματα κτλ) και φιλοξενούν κατά περιόδους αρκετούς τουρίστες αλλάζοντας τελείως τη φυσιογνωμία του οικισμού.

Βιβλιογραφία: arcadia.ceid.upatras.gr, Inarcadia.gr, Wikipedia.org,' Λαγκάδια το μαστοροχώρι του Μωριά', Ιερείδης, Ε.Μ.Π. Εδρα Μορφολογίας και Ρυθμολογίας,  'Η παρακμή των παραδοσιακών κτιστών', Χ. Κωνσταντόπουλος