Κανάλια (Τμήμα Α)

Περιγραφή και Ανάλυση Τοπικού Δομικού Συστήματος

Τα σπίτια στην περιοχή μελέτης μας είναι κατά κύριο λόγο διώροφα με έναν υπόγειο αποθηκευτικό χώρο και γι’ αυτό το λόγο απαντώνται συνήθως δύο είσοδοι. Η πρώτη έχει άμεση είτε έμμεση σχέση με το δρόμο και εξυπηρετεί την απευθείας πρόσβαση στους κύριους χώρους διημέρευσης της οικίας. Η δεύτερη βρίσκεται συχνά σε χαμηλότερο επίπεδο και οδηγεί κατευθείαν στην αποθήκη χωρίς να είναι απαραίτητο να εισέλθει κανείς στην οικία για να την επισκεφτεί. Αυτή η διαφοροποίηση των επιπέδων εισόδου γίνεται εφικτή λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους.

Όσον αφορά το δομικό σύστημα του σπιτιού, τα κατακόρυφα στοιχεία είναι κατασκευασμένα από πέτρες διαμορφώνοντας τοίχους πλάτους 50 με 60 εκατοστά ενώ οριζόντια στοιχεία αποτελούν τα πατώματα και οι στέγες, κατασκευασμένα ως επί το πλείστον από ξύλο.

Στο κτίριο που απεικονίζεται στο αξονομετρικό εντοπίζουμε αρκετά από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά και μια μεγάλη ποικιλία άλλων κατασκευαστικών μεθόδων. Η δόμηση γίνεται με λίθους, χωρίς κάποια ιδιαίτερη λάξευση, αλλά και με πλίνθους στο μπροστινό τμήμα του κτιρίου. Για τις γωνίες επιλέγονται οι πιο σχηματοποιημένες πέτρες και τα ανοίγματα διαμορφώνονται με τη βοήθεια ξύλινων δοκαριών. Στη λιθοδομή παρεμβάλονται ξυλοδεσιές στην εξωτερική παρειά του τοίχου, αλλά και εσωτερικά σε ορισμένα σημεία. Στο κτίριο παρατηρούμε και κάποια ξύλινα κατακόρυφα στοιχεία που λειτουργούν στατικά μαζί με την πλινθοδομή, η οποία είναι πιο ασταθής και χρειάζεται ενίσχυση για να επαρκεί στατικά. Η κατασκευή δένεται με πηλοκονίαμα (λάσπη) και σοβατίζεται εξωτερικά με λευκό σοβά σε μεγάλο μέρος της. Εσωτερικά, οι μη φέροντες τοίχοι που διαχωρίζουν τα δωμάτια κατασκευάζονται με ξύλινα κατακόρυφα στοιχεία στα οποία καρφώνονται μικρές ξύλινες τάβλες, που καλύπτονται εξωτερικά με πηλοκονίαμα και άχυρο, σοβατίζονται και βάφονται (στην προκειμένη περίπτωση σε τιρκουάζ απόχρωση). Ενδιαφέρον εντοπίζουμε και στην κατασκευή ενός από τα χωρίσματα των δωματίων, το οποίο αποτελείται από καλάμια τοποθετημένα οριζόντια και καρφωμένα σε λεπτά ξύλινα υποστυλώματα, με αποτέλεσμα να έχει πιο λεπτό πάχος από τους υπόλοιπους εσωτερικούς τοίχους. Η κατασκευή της στέγης γίνεται με μεγάλα ξύλινα δοκάρια, οριζόντια («ελκυστήρες») και διαγώνια («αμείβοντες») τα οποία ενώνονται δημιουργώντας το ζευκτό και «χωνέυονται» στον κεντρικό λίθινο τοίχο (στο εσωτερικό του οποίου υποθέτουμε ότι θα υπάρχει ο ορθοστάτης του ζευκτού). Η οροφή κατασκευάζεται με τρόπο παρόμοιο με τους μη φέροντες τοίχους, αφού μικρές ξύλινες σανίδες καρφώνονται στα δοκάρια της στέγης και καλύπτονται με λάσπη και σοβά. Το πάτωμα είναι επίσης ξύλινο, με τάβλες που καρφώνονται στα δοκάρια που βρίσκονται στο υπόγειο. Το μπαλκόνι στην κεντρική είσοδο αποτελείται από σκυρόδεμα και στηρίζεται στην πέτρινη σκάλα από τη μία μεριά και σε μεταλλικό υποστύλωμα από την άλλη. Το κυγκλίδωμά του είναι μεταλλικό με γεωμετρικό μοτίβο όπως και η πόρτα. Η είσοδος καλύπτεται από στέγαστρο που στηρίζεται σε πλαισιωτό ξύλινο φορέα πάνω στον οποίο τοποθετείται ζευκτή κατασκευή για την δίριχτη στεγαση. Η κατασκευή συνδέεται με την βασική στέγη της κατοικίας και τα κεραμύδια τοποθετούνται πάνω στις ξύλινες τάβλες που μπαίνουν πάνω στο ζευκτό. Και αυτό το κτίριο διαθέτει δύο εισόδους –μια βασική για την κατοικία και μια δευτερεύουσα για τους αποθηκευτικούς χώρους, όπως τα περισσότερα σπίτια του οικισμού.

Η κατοικία αυτή μας κέντρισε το ενδιαφέρον, λόγω της ποικιλίας των κατάκευαστικών στοιχείων που εντοπίσαμε σ’αυτή. Οι διάφορες φάσεις κατασκευής (αφού το κτίριο γκρεμίστηκε με το βομβαρδισμό του χωριού κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) μας έδωσαν τη δυνατότητα να μελετήσουμε με μεγαλύτερη ευκολία τις διάφορες τεχνικές και να αντιληφθούμε καλύτερα με ποιο τρόπο χτίζονταν οι τυπικές παραδοσιακές κατοικίες των Καναλίων.