Φτάνοντας στο τέλος, δόκιμο είναι να καταγραφούν ορισμένα συμπεράσματα για τον ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του οικισμού.
Αρχικά, αναφερόμαστε στους παράγοντες που επέδρασσαν στον καθορισμό της μορφής του οικιστικού συνόλου. Η αρχιτεκτονική του οικισμού έχει ως βασικά υλικά αυτά που προσφέρονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τη φύση του τόπου. Η πέτρα δηλαδή που λαμβάνεται από τα βουνά και είτε λαξεύεται είτε όχι, αποτελεί το υλικό δόμησης των κτισμάτων (λίθινες, φέρουσες τοιχοποιίες). Μαζί με αυτό, το ξύλο είναι το άλλο υλικό που οι κάτοικοι από πολύ παλιά είχαν τη δυνατότητα εύκολα να αντλήσουν από τα δάση. Το ξύλο χρησιμοποιείται σε βασικές και δευτερεύουσες θέσεις στα οικοδομήματα όπως, δοκάρια ξύλινων στεγών, ξυλοδεσιές για την ενίσχυση της τοιχοποιίας, ξύλινα κατακόρυφα στοιχεία. Ο τρόπος οικοδόμησης φαίνεται να βασίζεται στην τεχνογνωσία Μακεδόνων οικοδόμων, οι οποίοι έφτασαν στη Θεσσαλία τα περασμένα χρόνια. Δεδομένου του ημιορεινού κλίματος και των χιονοπτώσεων το χειμώνα, παρατηρείται ύπαρξη στεγών και όχι δωμάτων. Λόγω της θέσης του ανάμεσα στους λόφους, ο οικισμός έχει αναπτυχθεί αμφιθεατρικά ακολουθώντας ακριβώς την κλίση του εδάφους και είναι στραμμένος με θέα προς τον θεσσαλικό κάμπο.
Γνωστό είναι από μαρτυρίες και ιστορικά δεδομένα πως οι κάτοικοι του οικισμού δεν υπήρξαν ποτέ άνθρωποι με μεγάλη οικονομική άνεση. Αντιθέτως, πλήγηκαν πολλές φορές από τις συφορές που έφεραν πόλεμοι και ασθένειες, έτσι βρέθηκαν αντιμέτωποι με την εκ νέου οικοδόμηση ολόκληρου του οικισμού. Οι κάτοικοι συμμετείχαν ενεργά σε εξεγέρσεις σε περιόδους πολέμου, εξήγαγαν προϊόντα δικής τους παραγωγής και στήριζαν ο ένας τον άλλο σε περιόδους κρίσης. Όλα αυτά φυσικά επηρεάζουν την δοσμένη σε εμάς εικόνα του οικισμού, στο σήμερα.
Παρ' όλες τις δυσκολίες, λοιπόν, ο Ελληνόπυργος καταφέρνει να έχει δυναμικό χαρακτήρα και ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους υπολοίπους οικισμούς της περιοχής. Η διατήρηση των αρχιτεκτονικών στοιχείων σε ορισμένα κτίσματα, έχει δώσει επάξια μονάχα σε αυτόν και στον οικισμό Φανάρι τον χαρακτηρισμό ως παραδοσιακό. Η κοινωνική αλληλεγγύη κυριαρχεί, καθώς τα κοινά προβλήματα ένωναν τους κατοίκους, επομένως, δεν θα συναντήσουμε συχνά μεγάλες εσωτερικές αυλές, ψηλούς μαντρότοιχους και περίφραξη τέτοια που να αποκλείει τον γείτονα. Τα κεντρικά πλατώματα βρίσκονται δίπλα σε βασικούς άξονες κίνησης και περιβάλλονται από δημόσιες λειτουργίες όπως είναι το σχολείο, τα καφενεία και τις εκκλησίες. Σε αυτούς τους δημόσιους χώρους –αλλά και στις ιδιωτικές αυλές- παρατηρείται η ύπαρξη πολλών βρυσών και πηγών, λόγω των ποταμών που διέρχονται από το κέντρο του οικισμού. Οι εγκαταστάσεις αυτές φυσικά εξυπηρετούσαν ανέκαθεν τους κατοίκους σε διάφορες καθημερινές δραστηριότητες. Μεγάλος, τέλος, είναι και ο αριθμός των εκκλησιών και ξωκκλησιών, που φαίνεται να έχει το καθένα τη δική του σημασία.
Κατά την διάρκεια της μελέτης μας και σε συνεργασία με τους κατοίκους που γνωρίσαμε, συνειδητοποιήσαμε ότι ακόμα και οι σύγχρονοι γνωρίζουν και συντηρούν όσο μπορούν τις παλαιότερες τεχνοτροπίες, καθώς αναγνωρίζουν σε αυτές σημαντικές αρετές. Φυσικά ο πολλαπλασιασμός και η διόγκωση των αναγκών, αναγκαστικά οδήγησε και σε περαιτέρω προσθήκες που αλλοιώνουν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Συχνά,νέα μέσα και υλικά κατασκευής, όπως είναι το οπλισμένο σκυρόδεμα, κάνουν την εμφάνισή τους, χωρίς να συνάδουνμε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Άλλες φορές πάλι γίνονται προσπάθειες οι προσθήκες να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνες για την υπάρχουσα κατασκευή.