Τελικά, ο οικισμός του Λαύκου είναι ένα πηλιορείτικο χωριό που έχει πάνω του έκδηλα αποτυπωμένη την πορεία του μέσα σε ένα ευρύ χρονικό φάσμα. Ο οικισμός, παρότι το εθνικού οδικό δίκτυο βρίσκεται εγγύς του, διατηρεί μέσα του τοπία φυσικής ομορφιάς και μια ανοιχτή θέα στον Παγασητικό. Οι κάτοικοι, λιγότεροι σε σχέση με το παρελθόν, ζουν μια ήρεμη καθημερινότητα με ήσυχους ρυθμούς. Σε αυτό συντελεί και η ελάχιστη έως ανύπαρκτη κυκλοφορία οχημάτων εσωτερικά του χωριού. Η πλατεία με την βασιλική εκκλησία της Γενέσεως της Θεοτόκου και το παλιό καφενείο, συνιστά την καρδιά του.
Η οργανική, γραμμική του εξέλιξη στηρίζεται πάνω σε μια ραχοκοκκαλιά εμπορικού δρόμου, ο οποίος είναι ο βασικότερος άξονας κυκλοφορίας , αναπτυσσόμενος από βορρά στον νότο. Ταυτόχρονα η διαδρομή αυτού του άξονα είναι και χρονική εκτός από χωρική. Τα πηλιορείτικα αρχοντικά και αγυπτιώτικα σπίτια δίνουν τη θέση τους σε νεοκλασσικά, μεταβιομηχανικά ακόμα και μοντέρνα κτίσματα. Διάσπαρτες υπάρχουν θυμίσεις των απαρχών του χωριού, κτίσματα παραδοσιακής τοπικής αρχιτεκτονικής στην πλειοψηφία τους εγκαταλελειμμένα ή “κρυμμένα” πίσω από μακροχρόνιες αλλοιώσεις αλλά και κατασκευές αμφιβόλου ένταξης στο τοπίο. Αυτές οι επεμβάσεις έχουν γίνει σε μεγάλο ποσοστό χωρίς καμία ευαισθησία για τους τοπικούς τρόπους και ρυθμούς δόμησης ούτε για τα ντόπια υλικά. Αυτή είναι μια βασική απειλή που πρέπει να μας απασχολήσει και απαιτεί συντονισμένη συλλογική αλλά και ατομική δράση, επίσημη και ανεπίσημη ώστε να διατηρηθεί ο παραδοσιακός χαρακτήρας του οικισμού .
Οι θεσμοί, το κράτος αλλά και η ίδια η κοινωνία θα ήταν καλό να αναλάβουν δράση με σκοπό την παροχή κινήτρων παραμονής στους υπάρχοντες κατοίκους, την προσέλκυση νέων αλλά και τη διατήρηση του μοναδικού κτιριακού αποθέματος αυτής της περιοχής της Ελλάδας.