Με την πάροδο των ετών είναι φυσικό να παρουσιάζονται στα παραδοσιακά κτίρια που έχουν φιλοξενήσει γενιές οικογενειών επί χρόνια, ζημιές και αλλοιώσεις που οφείλονται τόσο σε φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες αλλά και σε κατασκευαστικά λάθη.
Ξεκινώντας από τα επιφανειακά στοιχεία, αξίζει να αναφέρουμε την εμφανή υποχώρηση του επιχρίσματος-σοβά εξωτερικά της τοιχοποιίας σε σημαντικό αριθμό κτιρίων η οποία οφείλεται στη φθορά λόγω χρόνου αλλά και στις καταπονήσεις από τις περιβαλλοντικές συνθήκες (βροχή, χιόνι, κ.ά.).
Στους ίδιους παράγοντες αποδίδεται και η κατάρρευση του αρχικού υλικού επικάλυψης των στεγών, το οποίο δεν ήταν άλλο παρά ο σχιστόλιθος. Ο ξύλινος, ανθεκτικός σκελετός των στεγών σε ορισμένες περιπτώσεις έχει μείνει ακλόνητος ενώ σε άλλες έχει και αυτός αντικατασταθεί από νεότερες δομές, αυτό ωστόσο που σε όλες τις στέγες αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη είναι το κεραμίδι ή λαμαρίνα ως υλικό επικάλυψης που έχει αντικαταστήσει τον σχιστόλιθο ο οποίος λόγω φόρτισης από το χιόνι κ.ά. υποχώρησε. Η απουσία, συνεπώς κονιάματος, για να ενισχύσει την σύνδεση των σχιστόλιθων μεταξύ τους στις στέγες, και οι συνεχείς καταπονήσεις λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών (ανέμου, βροχής, χιονόπτωσης κ.ά.) αποδείχθηκαν απαγορευτικές για την επιβίωση των αυθεντικών στεγών εώς σήμερα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, επιπλέον, ο τρόπος σύνδεσης και εξασφάλισης της ανεκτικότητας της λίθινης τοιχοποιίας μέσω ξυλοδεσιάς, που ασφαλίζει πέραν του κονιάματος, την καλή σύνδεση των λίθων μεταξύ τους, αποδείχθηκε ανεπαρκής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση κάθετων ρωγμών στη λιθοδομή των όψεων των κτιρίων στα σημεία του αρμολογήματος μεταξύ των λίθων. Η τοιχοποιία, δηλαδή, έχει "ανοίξει" ανάμεσα στους λίθους, και αυτό είναι ακόμη πιο αισθητό σε κτίρια όπου το επίχρισμα διατηρείται, καθώς οι κάθετες αυτές ρωγμές αποτυπώνονται και στον σοβά.
Τα επιχρίσματα, στους εσωτερικούς χώρους των κτιρίων, έχουν διατηρηθεί σε αρκετά καλή κατάσταση, ειδικά στα σπίτια που κατοικούνται έως τώρα και έχουν την καθημερινή μέριμνα και επιμέλεια των ιδιοκτητών τους. Ικανοποιητική είναι, όμως και η εικόνα του εσωτερικού της τοιχοποιίας και στα κτίρια που δεν είναι λειτουργικά ως κατοικίες πλέον, με υποχώρηση σοβά να παρατηρείται μόνο σε ορισμένα σημεία στα οποία λόγω αυτής καθίσταται εμφανές το εσωτερικό της δομής.
Σχολιάζοντας τα υλικά στα ανοίγματα, επιπλέον, μπορούμε να πούμε πως το ξύλο στα κουφώματα των παραθύρων έχει καταπονηθεί αρκετά απ' τον χρόνο και την επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων που προαναφέρθηκαν. Τα ξύλινα φύλλα των παραθύρων σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αποσπαστεί από τα κουφώματα, με τους μεταλλικούς στροφείς να μην βρίσκονται σε θέση να τα συγκρατήσουν επαρκώς. Σε άλλες, καλύτερες περιπτώσεις όπου ο χρόνος και ο καιρός φέρθηκαν πιο ευνοϊκά, έχει διαβρωθεί μονάχα η όψη του ξύλου και τα φύλλα διατηρούνται.
Οι ξύλινες, αυθεντικές πόρτες, τέλος διατηρούνται, εάν και σε κάποιες από αυτές, οι αλλοιώσεις απ' τις προαναφερθείσες αιτίες είναι εμφανείς και ανεξίτηλες.
Στην υφιστάμενη μορφή των ξύλινων στοιχείων στο εσωτερικό των κτισμάτων, είναι εμφανείς φθορές λόγω πολυετούς χρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις όπου πατώματα και σκάλες διατηρούνται, παρατηρείται καταστροφή σανιδωμάτων ξύλου ή καμπύλωση τους λόγω ερπυσμού (πολυετείς φορτίσεις από τους κατοίκους). Στις αρκετές περιπτώσεις κατοικιών που είναι ακόμη λειτουργικές, και τα δύο στοιχεία αυτά έχουν αντικατασταθεί με νεότερες δομές.