Δύο είναι οι λόγοι μόνιμης εγκατάστασης των ελληνόφωνων Βλάχων στα ορεινά της Πίνδου. Πρώτον, τα περάσματα, δηλαδή οι δίοδοι επικοινωνίας μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας (Άρτας, Ιωαννίνων) αλλά και Ακαρνανία. Κατά συνέπεια και οι οχυρές θέσεις του τόπου, ανάμεσα στις οποίες και οι Καλαρρύτες αλλά και άλλες βλαχόφωνες κοινότητες, που ελέγχουν τις χαράδρες των παραποτάμων του Άραχθου. Δεύτερον, τα εκτεταμένα βοσκοτόπια για την ενασχόλησή τους με την κτηνοτροφία. Μετά την πρώτη ημιμόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στους Καλαρρύτες ο πληθυσμός αυξάνεται με βλαχόφωνους που καταφεύγουν εκεί για να διασωθούν από την τουρκική καταδίωξη, από πολλές περιοχές της Ηπείρου και από τη Θεσσαλία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι Βλάχοι υπήρχαν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη Βυζαντινή οικονομική διάρθρωση, από τον 12ο και 13ο αιώνα. (Δείγμα μόνιμης εγκατάστασης κατοίκων στο χώρο είναι και η ανέγερση του ναού του Αγίου Νικολάου, το 1480).
Αφού τέθηκαν υπό την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας (βασιλομήτορος) τους χορηγούνταν προνόμια, όπως αυτοδιοίκηση και ετήσια μερική φοροαπαλλαγή. Η προνομιακή αυτή μεταχείριση περιορίζει ως ένα βαθμό τις αυθαιρεσίες της Οθωμανικής διοίκησης, που ασκεί μόνο επίβλεψη μέσω του Τούρκου αξιωματούχου της περιοχής, του σούμπαση.
Όμως λέγεται ότι δεν αποφεύγουν το 1560 το παιδομάζωμα. Τότε παίρνουν από το χωριό μερικά παιδιά, τα οποία όταν μεγάλωσαν επιστρέφουν στο χωριό ως σπαχήδες, όπου δημιουργούν ποικίλα ζητήματα απαιτώντας να παντρευτούν Καλαρρυτινές. Οι Καλαρρύτες προσφεύγουν στη Βαλιδέ Σουλτάνα και με διαταγή της οι σπαχήδες φεύγουν από το χωριό και εγκαθίστανται, μετά από περιπλανήσεις, στη Βέλτιστα Τρικάλων, κατ’ άλλους δε στα Τρίκαλα, Καρδίτσα και Καστανιά, όπου αποκαλούνται Βλαχότουρκοι.
Οι Καλαρρύτες γνωρίζουν τη μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη από τα μέσα του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα (1750 - 1821). Τα προνόμια εξασφαλίζουν στους κατοίκους ποιότητα ζωής και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων και εμπορικών συναλλαγών, που συμβάλλουν στην πύκνωση του πληθυσμού, με την εγκατάσταση βιοτεχνών από άλλες περιοχές.( Η ανάπτυξη του εμπορίου έχει ως συνέπεια, σύμφωνα με τον W. Leak, την εγκατάλειψη της καλλιέργειας της γης και την εισαγωγή ειδών διατροφής από την Άρτα, τα Τρίκαλα και τα Ιωάννινα. Οι εισαγωγές διατροφικών ειδών αποτελούν ένδειξη αναβάθμισης της οικονομίας της κοινότητας.)
Οι Καλαρρυτινοί επιδίδονται στην επεξεργασία των πρώτων υλών που προέρχονται από την κτηνοτροφία και ασχολούνται με την εριουργία, η οποία με τον καιρό αναπτύσσεται σε σημαντική βιοτεχνική παραγωγή μάλλινων ειδών. Μεταξύ αυτών είναι και το μάλλινο ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται οι γνωστές κάπες, ποιμενικές και ναυτικές, οι οποίες αποτελούν ένα εμπορικό είδος που γίνεται ευρύτατα εξαγώγιμο, όταν ανοίγει η αγορά για τους ναυτικούς και χρησιμοποιούνται σε όλη τη μεσόγειο (Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία, Γαλλία).
Οι Καλαρρυτινοί επιδίδονται στην επεξεργασία των πρώτων υλών που προέρχονται από την κτηνοτροφία και ασχολούνται με την εριουργία, η οποία με τον καιρό αναπτύσσεται σε σημαντική βιοτεχνική παραγωγή μάλλινων ειδών. Μεταξύ αυτών είναι και το μάλλινο ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται οι γνωστές κάπες, ποιμενικές και ναυτικές, οι οποίες αποτελούν ένα εμπορικό είδος που γίνεται ευρύτατα εξαγώγιμο, όταν ανοίγει η αγορά για τους ναυτικούς, και χρησιμοποιούνται σε όλη τη Μεσόγειο.Παράλληλα, η γνώση του ορεινού τόπου και των χερσαίων οδικών δικτύων θα στρέψει ορισμένους κατοίκους να οργανώσουν συστήματα μεταφορών με τους κυρατζήδες, τα γνωστά καραβάνια, τα οποία εξυπηρετούν και συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη του εμπορίου.
Στους Καλαρρύτες, εκτός από τους κτηνοτρόφους, συναντούμε και πολλούς πραματευτάδες – εμπόρους, οι οποίοι επιδίδονται κατ’ αρχάς στο εμπόριο ακατέργαστων δερμάτων και ήδη από τον 18ο αιώνα βιοτεχνικά προϊόντα τους όπως μάλλινα υφάσματα, εξάγονται στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.
Στο τέλος τους 18ου αιώνα, οργανώνεται ένα πολύ καλό εμπορικό δίκτυο για τα προϊόντα στις ευρωπαϊκές αγορές, που διακινούν κυρίως Καλαρρυτινοί έμποροι. Στην Ιταλία ανοίγουν πολλοί εμπορικοί οίκοι.
Εκτός από το εξωτερικό, οι περισσότεροι έχουν και εμπορικά καταστήματα στα Ιωάννινα, όπου προοδεύουν τόσο, ώστε οι Γιαννιώτες έμποροι να διαμαρτύρονται, γιατί το εμπόριο πέρασε στα χέρια των Καλαρρυτινών. Οι φτωχότερες οικονομικά τάξεις ασχολούνται με τη ραπτική. Οι περίφημοι τερζήδες, εφάμιλλοι των Γιαννιωτών, κεντούν τις χρυσοποίκιλτες στολές της εποχής για Έλληνες και Τουρκαλβανούς και κατέχουν περιφανή θέση σε αυτό το επάγγελμα. Παράλληλα ασχολούνται με τη ραπτική της κάπας και μένουν γνωστοί ως καποραφτάδες.
Ένα τμήμα του πληθυσμού, που επίσης δεν έχει οικονομικά κεφάλαια για να ασχοληθεί με το εμπόριο, ασχολείται με την ασημουργία. Οι Καλαρρυτινοί διαπρέπουν στον τομέα αυτό. Οι Καλαρρύτες γίνονται ένα από τα σπουδαία κέντρα κατασκευής προϊόντων αργυροχοΐας. Στα εργαστήρια των Καλαρρυτών κατασκευάζονται τα περιφημότερα ασημουργικά εκκλησιαστικά και κοσμικά καλλιτεχνήματα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Πολλοί από αυτούς, που αποκαλούνται συνήθως χρυσικοί, γίνονται και πλανόδιοι τεχνίτες και έτσι εξαπλώνουν την τέχνη τους στη Βαλκανική, Μικρά Ασία, Αίγυπτο, Ιταλία και Αυστρία.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η τέχνη του ασημιού απλώνεται σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στα Επτάνησα και την Ιταλία, αφού πολλοί τεχνίτες εγκαθίστανται σ’ αυτά τα μέρη πριν και μετά το 1821. Οικογένειες αργυροχόων όπως του Τσιμούρη στα Ιωάννινα και στους Καλαρρύτες, Μπάφα στη Ζάκυνθο, Παπαγεωργίου και Παπαμόσχου στην Κέρκυρα, Νέσση (Nessi) και Βούλγαρη (Bulgari) στην Ιταλία είναι μερικές από τις πιο γνωστές ως σήμερα.
Η οικονομική ανάπτυξη είναι και η αιτία της διαμόρφωσης μιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης με σαφή κοινωνικά και οικονομικά όρια, η οποία παράλληλα έχει εφαρμογή στα ήθη και έθιμα. Η οικονομική ευμάρεια του τόπου προάγει την πληθυσμιακή πύκνωση. Σύμφωνα με απογραφή του 1820, οι μόνιμοι κάτοικοι των Καλαρρυτών ανέρχονται στους 3.000, αριθμός σημαντικός αν σκεφτεί κανείς την ερήμωση που υφίστανται άλλες κοινότητες εκείνη την εποχή.
Η οικονομική, πολιτιστική και οικιστική ανάπτυξη της κοινότητας συμβαδίζει με την πνευματική. Ο απόηχος του ελληνικού διαφωτισμού φθάνει μέχρι εδώ. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, στο πλαίσιο των περιοδιών του (1770-1779) επισκέπτεται δυο φορές τους Καλαρρύτες. Στους λόγους του επιμένει για σύσταση σχολείων και την εδραίωση της ελληνικής γλώσσας ανάμεσα στους βλαχόφωνους Έλληνες της περιοχής. Οι λόγοι του έχουν μεγάλη απήχηση και οι κάτοικοι διαθέτουν χρήματα αλλά και προσωπικά χρυσαφικά για την ίδρυση σχολείων στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο.
Σχολείο λειτουργεί στους Καλαρρύτες και μνημονεύεται από το 1758. Το σχολείο κλείνει το 1821 και ανοίγει πάλι το 1828, με την επιστροφή των κατοίκων στην κοινότητα. Εκεί δίδαξαν ο Αναστάσιος Μπεκιάρης (1805-1812) και ο Καλαρρυτινός πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Σγούρος (1790), ο οποίος διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα από τον Κοσμά Μπαλάνο στα Ιωάννινα και έγινε σχολάρχης στη σχολή των Καλαρρυτών. Υπέστη μαρτυρικό θάνατο το 1821 κατά την επανάσταση των Καλαρρυτών, αφού παραδόθηκε αυθόρμητα ως όμηρος, στην τουρκική φρουρά.
Από τους Καλαρρύτες κατάγεται και ο Χριστ. Γκιούρτης, λόγιος του τέλους του 18ου αιώνα, που δίδαξε σε πολλές σχολές και κυρίως στο Γαλαξίδι.
Οι στενές σχέσεις του Αλή πασά με την κοινότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ιστορίας της. Ο Αλής διατηρεί στενότατους δεσμούς με τους προεστούς των Καλαρρυτών και ανοίγει τον πρώτο δρόμο από τα Ιωάννινα προς το χωριό, όπου και παραθέριζε. Στενός συνεργάτης του Αλή είναι ένας σημαντικός άνδρας, συνετός και φιλόπατρις, ο Καλαρρυτινός Γεώργιος Τουρτούρης, έμπορος στο επάγγελμα και μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Ο Τουρτούρης διακρίθηκε ως συνεργάτης του Αλή αφού ο ίδιος τον έστειλε ως αντιπρόσωπό του στις βρετανικές αρχές στη Μάλτα, ζητώντας να συμπράξουν οι Άγγλοι στην κατάληψη της Αυλώνας. Επίσης στάλθηκε στις γαλλικές αρχές στην Κέρκυρα, για να διαπραγματευθεί την παράδοση της Πάργας.
Η πολιτιστική και οικονομική ανέλιξη της κοινότητας είναι αποτέλεσμα και των προνομίων που δόθηκαν από τους Οθωμανούς, τα οποία διατηρούνται μέχρι το 1803, τότε που ο Αλή πασάς υποτάσσει το Σούλι και καταργεί τα προνόμια όλων των όμορων βλαχόφωνων κοινοτήτων.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1806) αναζωπυρώνει τα επαναστατικά κινήματα που έχουν σχέση και με την περιοχή των Καλαρρυτών, αφού οι Βλαχάβας, Δεληγιάννη και Στουρνάρης καταλαμβάνουν τα περάσματα του Μετσόβου και των Καλαρρυτών (Μπάρου) (1807) για να εμποδίσουν την επικοινωνία Ηπείρου – Θεσσαλίας. Εν τούτοις εξέγερση δεν γίνεται και ο Αλή πασάς ενισχύει τη θέση του. Η αρχή του τέλους της οικονομική και εμπορικής ευρωστίας της κοινότητας είναι η επανάσταση, μαζί με την γειτονική κοινότητα του Συρράκου, κατά των Τούρκων στις αρχές Ιουλίου του 1821.
Μετά την πρώτη πολιορκία του Αλή στα Γιάννενα (1821), είχαν καταφύγει στους Καλαρρύτες πολλοί ευκατάστατοι Γιαννιώτες (χριστιανοί, εβραίοι αλλά και Οθωμανοί) με αξιόλογη κινητή περιουσία. Η παρουσία 500 Αλβανών υπό τον Ιμπραήμ Πρεμέτη, που είχε σκοπό να μείνει ανοικτή η επικοινωνία μεταξύ των σουλτανικών στρατοπέδων των Ιωαννίνων και της Θεσσαλίας, δεν εμποδίζει την κήρυξη της επανάστασης. Αρχηγός της επανάστασης στους Καλαρρύτες είναι ο Γεώργιος Τουρτούρης. Οι Αλβανοί συλλαμβάνουν προκρίτους ως ομήρους και οχυρώνονται σε σπίτια, αναμένοντας ενισχύσεις από τον Χουρσίτ. Αυτός στέλνει δύναμη για την καταστολή, με επικεφαλής τον Χαμζά μπέη, που ενώνεται με τους άνδρες του Πρεμέτη. Οι κάτοικοι, όταν αντιλαμβάνονται ότι κάθε αντίσταση είναι μάταιη, παίρνουν μαζί τους ότι πολύτιμο μπορούν να μεταφέρουν και απομακρύνονται από το χωριό. Η εγκατάλειψη των περιουσιών συντείνει πολύ στη διάσωση των φυγάδων. Οι Οθωμανοί και οι Αλβανοί εκθεμελιώνουν το χωριό, λαφυραγωγούν και πυρπολούν τα πάντα, αλλά συγχρόνως δίνουν και ικανό χρόνο σ’ αυτούς που φεύγουν. Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του αναφέρει : «και χάλασαν τους Έλληνες και αφανίστηκαν οι δυστυχείς Καλαρρυτιώτες, οπόταν οι πλέον πλούσιοι σ’ εκείνα τα μέρη κι έμειναν διακονιαραίοι. Αφανίστηκαν αυτείνοι και ο τόπος τους ερήμαξε.» Και ο Παπαρρηγόπουλος συμπληρώνει «... και εις τέφραν μετεβλήθησαν.».