Μελετώντας τον οικισμό του Λαμπόκαμπου καταλήγουμε σε ορισμένα συμπεράσματα που σχετίζονται με τον παραδοσιακό χαρακτήρα του.
Η ακριβής περίοδος της εμφάνισης του χωριού σε συγκροτημένη κοινωνία τοποθετείται στο τέλος του 18ου με αρχές 19ου αιώνα. Αφού εξαντλήθηκαν οι γεωργικές εκτάσεις στο οροπέδιο Πανωλάμπι, άρχισαν οι κάτοικοι του κοντινού χωριού της Κρεμαστής να κατεβαίνουν και να καλλιεργούν τις εκτάσεις οι οποίες ανήκουν στον σημερινό Λαμπόκαμπο. Ο πληθυσμός του χωριού ήταν οι 3 οικογένειες που το συγκροτούσαν (Τζωρτζαίοι-Μανικαίοι-Δούκες) καθώς και οι απόγονοι αυτών.
Το χωριό δεν διατηρεί ιδιαίτερα ζωντανό χαρακτήρα καθώς οι μόνιμοι κάτοικοι είναι 21 και η πλειοψηφία είναι ηλικιωμένοι, ωστόσο σχεδόν όλοι μαας άνοιξαν τα σπίτια τους και μας μίλησαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αγάπη για το χωριό τους.
Ο Λαμπόκαμπος έχει μόλις μια ταβέρνα η οποία λειτουργεί μόνο το απόγευμα (και αν), πράγμα που μας έκανε μεγάλη εντύπωση για την διαβίωση των κατοίκων. Από τα πρώτα κτίσματα (χαμόσπιτα) , τα περισσότερα είναι σε μορφή ερειπίου πλέον, ενώ όσα κατοικούνται είτε είναι πιο καινούρια κτίσματα είτε έχουν υποστεί αλλοίωση. Η αρχιτεκτονική της πέτρας εξακολουθεί να κυριαρχεί στον τόπο, καθώς υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε αυτή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των παλιών κατοικιών ήταν οι καμάρες οι οποίες χρησίμευαν σαν κατασκευές στήριξης του λιακωτού και της γωνιάς. Στα νεότερα σπίτια δεν συναντάμε αυτό το στοιχείο, ή αν υπάρχει είναι καθαρά για λόγους διατήρησης της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και όχι για δομικούς λόγους. Παλαιότερα απαραίτητο συμπλήρωμα της κατοικίας ήταν και η στέρνα, οι οποίες ήταν αναγκαίες στο χωριό διότι δεν υπήρχαν πηγές νερού, οι οποίες ακόμα χρησιμοποιούνται αλλά με καινούριες τεχνολογίες.
Στο οικιστικό σύνολο κατά πλειοψηφία οι δρόμοι είναι ευθείς και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπάρχει ήπια κλίση. Τα σπίτια κατά κύριο λόγο διαχωρίζονται από τον δρόμο με πεζούλια χαμηλού ύψους.
Το χωριό έχει δύο πλατείες, οι οποίες μας κέντρισαν το ενδιαφέρον. Μία νέα πλατεία τεράστιας έκτασης, με αμφιθέατρο και παιδική χαρά, η οποία δεν οικειοποιήθηκε ποτέ από τους λίγους κατοίκους και ένα πλάτωμα, «η παλιά πλατεία αμυγδαλιάς», όπου γίνονταν όλα τα γλέντια του χωριού, να έχει εκατέρωθεν της καθιστούς τους κατοίκους να συζητάνε τα καθημερινά ζητήματα και κυρίως: τη μυστηριώδη άφιξη 10 παιδιών από την Αθήνα που κάθονται με χαρτιά και ζωγραφίζουν.
Μία συζήτηση με το δήμαρχο και αναρωτηθήκαμε: Πως ο σύλλογος των κατοίκων αρβανιτών, οι οποίοι χαρακτηριστικά συνηθίζουν να συγκεντρώνονται σε σπίτια και όχι έξω, αποφασίζει να κάνει αυτή τη μεγαλειώδη πλατεία; Πάντως, όποιος περνάει από το χωριό, «τη ζηλεύει»…
Πάντως σήμερα, όσον αφορά το δημόσιο χώρο, σημείο συγκέντρωσης του χωριού αποτελεί η μοναδική ταβέρνα.
Οι κάτοικοι που συναντήσαμε στο χωριό (οι οποίοι ήταν κυρίως ηλικιωμένοι) μας έδωσαν πληροφορίες για την ιστορία και την εξέλιξή του. Μας μίλησαν για τα πρώτα κτίσματα του οικισμού βρίσκονται εκεί που είναι το σημερινό νεκροταφείο. Για το κλίμα, ότι τη διάρκεια της μέρας , όσο έχει ηλιοφάνεια η θερμοκρασία είναι ήπια, όταν όμως πέσει ο ήλιος η θερμοκρασία πέφτει απότομα .
Πηγαίνοντας καθημερινά στον οικισμό για κάποιες μέρες είχαμε την ευκαιρία να συμμετέχουμε στη ζωή του, να γνωρίσουμε τους κατοίκους του, και να πάρουμε μια γεύση της καθημερινότητάς τους. Μπαίνοντας στα κτίρια και μελετώντας τα, γνωρίσαμε την παραδοσιακή Αρχιτεκτονική του τόπου, είδαμε και μάθαμε πράγματα που ως τώρα δεν παρατηρούσαμε, εκεί βρίσκεται και το ανεκτίμητο όφελος που αποκομίσαμε. Πέραν αυτού, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα θυμόμαστε για πολύ καιρό τη φιλοξενία των κατοίκων: Από τη λεμονάδα που μας κέρασε η γυναίκα του κύριου Σωτήρω, στα υπέροχα φαγητά που φάγαμε στην ταβέρνα της Θειαγγελικώς (σχεδόν λυσσασμένα, μιας και ήταν το μόνο που τρώγαμε όλη την ημέρα), στα σοκολατάκια της κυρίας Δούκα, και το (πολύ βοηθητικό) βιβλίο «Λαμπόκαμπος, Διαδρομή μέσα στο χρόνο» που μας χάρισε ο δήμαρχος και συγγραφέας του, Βασίλης Δούκας. Τους ευχαριστούμε πολύ!