Μαγουλίτσα

Συμπεράσματα

Ο οικισμός της Μαγουλίτσας αναπτύσσεται σε μία γενικά πεδινή έκταση. Ωστόσο, ο πυρήνας του χωριού διαμορφώθηκε γύρω από ένα μικρό λόφο, ούτως ώστε να προστατεύεται από τις πλημμύρες που προκαλούνται από ένα σημαντικό αριθμό ρεμάτων που διατρέχουν τη γύρω περιοχή. Σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν αρκετά από τα ρέματα του χωριού είχαν αρχίσει να οριοθετούνται και να καλύπτονται, το χωριό επεκτάθηκε περισσότερο προς την πεδινή έκταση, με την εφαρμογή κάποιων αρχών του Ιπποδάμειου συστήματος.

Στην πεδινή περιοχή της Μαγουλίτσας, η πέτρα δεν αποτελεί πρώτη ύλη για την κατασκευή των κτισμάτων. Τα πλιθιά, από τα οποία κατασκευάζονταν παραδοσιακά τα κτίσματα του χωριού, αποτελούνται από λάσπη αναμειγμένη με άχυρο, το οποίο αποτελεί παραπροϊόν πολλών γεωργικών εργασιών -όπως αυτές που λάμβαναν χώρα γύρω από το χωριό- με την παραγωγή τους να γίνεται μέσα σε αυτό. Παράλληλα, το κλίμα στον οικισμό της Μαγουλίτσας χαρακτηρίζεται από πολύ θερμά καλοκαίρια, σχετικά ψυχρούς χειμώνες και μέτριες βροχοπτώσεις. Εκτός αυτού, παρατηρούνται πολύ μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας, ακόμα και κατά τη διάρκεια μιας μέρας. Σε αυτή την κατεύθυνση, ιδιαίτερα χρήσιμες κρίνονται οι σημαντικές θερμομονωτικές ικανότητες των πλιθιών, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνουν και οι κάτοικοι του οικισμού.

Ο πληθυσμός της Μαγουλίτσας ασχολείται, σχεδόν αποκλειστικά, με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και, ειδικά στο παρελθόν, έζησε με στερήσεις και με περιορισμένη οικονομική δυνατότητα. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η οικογένεια ( συνήθως ο άνδρας της οικογένειας) έχτιζε η ίδια το σπίτι της. Αυτό προσέδωσε, άλλωστε, λιτότητα, απλότητα αλλά και λειτουργισμό και εμπειρικότητα στις κατασκευές. Αργότερα, με τις αλλαγές που υπήρξαν στο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο της Ελλάδας, η γεωργία στράφηκε περισσότερο προς τη μονοκαλλιέργεια (κυρίως βαμβάκι, τριφύλλι και πολύ λιγότερο καλαμπόκι). Τότε όμως, άλλαξε, ούτως ή άλλως, και ο τρόπος κατασκευής των κτισμάτων.

Όπως διαπιστώνει ο επισκέπτης του χωριού, ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της Μαγουλίτσας είναι η άνεση χώρου που υπάρχει. Αν και υπάρχει μια σχετική αντίθεση ανάμεσα στον πυρήνα του χωριού, γύρω από το λόφο, και στις μετέπειτα επεκτάσεις, με τον πρώτο να είναι εμφανώς πιο πυκνοκατοικημένος, ωστόσο και γύρω από το λόφο σχεδόν όλα τα σπίτια διαθέτουν αυλή και ελεύθερο χώρο γύρω τους και όχι είσοδο απευθείας από το δρόμο. Κατ’ επέκταση, οι περιοχές που χτίστηκαν μεταγενέστερα είναι πολύ πιο αραιοκατοικημένες, αυξάνοντας σημαντικά το μέγεθος του οικισμού, αλλά και δημιουργώντας πολύ πιο χαλαρές σχέσεις μεταξύ των κτισμάτων που βρίσκονται σε αυτές. Παράλληλα, καθοριστική είναι και η απουσία σημαντικών υψομετρικών διαφορών, στο βαθμό τουλάχιστον που να κατευθύνουν την τυπολογία και των τρόπο ανάπτυξης των κτισμάτων. Ακόμη, η ύπαρξη του λόφου, με απότομη κλίση, στον πυρήνα του χωριού δημιουργεί μία λογική κυκλωτικών κινήσεων παράκαμψης του λόφου, προκειμένου να βρεθεί κανείς από τη μία πλευρά του χωριού στην άλλη πλευρά του οικισμού. Το γεγονός αυτό, έχει μια όχι και τόσο αμελητέα επίδραση στον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς το χώρο του οικισμού. Αξιοσημείωτη είναι επίσης, η ύπαρξη πολλών ελεύθερων χώρων, με γεωργικές χρήσεις γης, όχι στην περιφέρεια, αλλά μέσα στο χωριό. Πρόκειται για ένα τεκμήριο που επιβεβαιωνει την άμεση εξάρτηση του οικισμού της Μαγουλίτσας και του πληθυσμού της από την γεωργία, ως μοχλό κίνησης της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας.

Ασφαλώς, και όπως έχει ήδη τονιστεί, τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν είναι απόλυτα, ούτε και αναφέρονται σε ένα χώρο ομοιογενή και αδιάσπαστο. Κάποιες περιοχές έχουν πιο έντονο τον οικιστικό χαρακτήρα (ιδιαίτερα στον πυρήνα του χωριού), ενώ άλλες τον αγροτικό. Σε αυτό το πλαίσιο, και ανάλογα με την περίοδο ανάπτυξης κάθε περιοχής αλλάζει τόσο η τυπολογία των κτισμάτων (παραδοσιακά, με πλιθιά-νεότερα) , όσο και η πολεοδομική ανάπτυξη (ακτινωτά, γύρω από το λόφο-με ένα υποτυπώδες ιπποδάμειο).

Καταλήγοντας, είναι, δυστυχώς, αδιαμφισβήτητο πως πολλά από τα παραδοσιακά κτίσματα βρίσκονται σε κακή κατάσταση, ενώ όσα από αυτά συντηρούνται στοιχειωδώς, συντηρούνται αναγκαστικά λόγω της έλλειψης εναλλακτικής στέγης. Ελάχιστα είναι αυτά που συντηρούνται επαρκώς και με επιμέλεια, ενώ ακόμη λιγότερα έως και μηδαμινά αυτά των οποίων η αξία αναγνωρίζεται από τους ιδιοκτήτες τους. Σε όσους δόθηκε η ευκαιρία εναλλακτικής στέγης, τα εγκατέλειψαν ή τα μετέτρεψαν σε αποθήκες.  Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να εξηγηθεί και ο σημαντικός αριθμός παρεμβάσεων (που ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις καθιστά την μεσοπρόθεσμη κατοίκηση στα κτίρια αυτά πιο βιώσιμη). Συνακόλουθα, προκύπτει ότι η συντήρηση κάποιων παραδοσιακών πλίθινων κτισμάτων γίνεται περισσότερο κατ’ ανάγκη ή κατά τύχη και λιγότερο ως αποτέλεσμα κάποιας λογικής διατήρησης.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, πως ο οικισμός της Μαγουλίτσας είναι πληθυσμιακά φθίνων και αντιμετωπίζει συρρίκνωση των υποδομών του (π.χ. σχολικές μονάδες). Το φαινόμενο αυτό αφορά γενικότερα την ελληνική επαρχία, καθώς τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν έντονη η επιθυμία των νεότερων για κατοίκηση σε κάποιο αστικό κέντρο και κατ’ επέκταση επήλθε η γήρανση του πληθυσμού της. Ωστόσο, στην περίπτωση της Μαγουλίτσας, δεν πρόκειται για ένα χωριό που βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η εύφορη περιοχή της διαθέτει πλήθος αγροτεμαχίων, και η παραγωγή του πρωτογενούς τομέα είναι σημαντική, ενώ το κτηριακό απόθεμα του οικισμού βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις μικρές αποστάσεις της Μαγουλίτσας από τα αστικά κέντρα της Καρδιτσας και των Τρικάλων, δίνουν στον οικισμό ελπίδες ενίσχυσης της δυναμικής του.