Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό η συστηματική καταγραφή του Γαναδιού,ως συνόλου αλλά και ως προς τα επιμέρους στοιχεία του, να ολοκληρωθεί με την επισήμανση της συνολικής του αξίας.
Ο οικισμός αυτός ανήκει στα αναρίθμητα χωριά τις Ελλάδας τα οποία ο πληθυσμός σταδιακά εγκατέλειψε προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής στις πόλεις. Γι’αυτό και σήμερα το χωριό έχει ελάχιστους μόνιμους κάτοικους, ως επί των πλείστον ηλικιωμένους.
Αυτή όμως η περιορισμένη ανθρώπινη παρουσία, όσο λυπηρή και εάν είναι,έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να μην χάσει αυτός ο τόπος τη μοναδική του ομορφιά. Τα αυτοκίνητα ποτέ δεν εισήλθαν στον ιστό του χωριού και έτσι διατηρήθηκαν τα παραδοσιακά πλακόστρωτα. Τα λίθινα κτίρια δεν αντικαταστάθηκαν από σύγχρονα και στις περισσότερες περιπτώσεις συντηρήθηκαν ή επισκευάστηκαν με μέριμνα για τη διατήρηση του χαρακτήρα τους. Τέλος, το δάσος το οποίο στο παρελθόν είχε περιοριστεί λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (υλοτόμηση και καλλιέργειες),τώρα πια έχει περιβάλλει τον οικισμό. Οι τοπικοί λίθοι και τα ξύλα των κτισμάτων έχουν ενταχθεί αβίαστα στο περιβάλλον του δάσους, δημιουργώντας μια εικόνα μοναδικού κάλλους και ομορφιάς.
Πέρα όμως από τα αισθητικά κριτήρια, ο αναλλοίωτος χαρακτήρας του οικισμού έχει μεγάλη αξία και για έναν άλλο λόγο. Είναι ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα χωριά που μας δίνουν ξεκάθαρα την εικόνα ενός οικισμού του παρελθόντος. Από τους κήπους όπου οι κάτοικοι καλλιεργούσαν(και ακόμη καλλιεργούν) τα τρόφιμά τους, τα στενά πλακόστρωτα μονοπάτια και τις μάντρες με τις βαριές αυλόπορτες που έβλεπαν σε αυτά, μέχρι τις προστατευόμενες από το δρόμο αυλές και τις ογκώδεις κατοικίες από σκούρα βουνίσια πέτρα, όλα έχουν μείνει ανέγγιχτα σχεδόν από το χρόνο.
Ο σύγχρονος περιπατητής, με το που εγκαταλείπει τον ασφαλτόδρομο και εισέρχεται στον πυκνοχτισμένο χώρο του οικισμού, αισθάνεται ταυτόχρονα ότι αφήνει πίσω του τη σύγχρονη εποχή. Τον εντυπωσιάζει ο τρόπος με τον οποίο τα κτίρια, οι δρόμοι, οι βρύσες και τα υπόλοιπα στοιχεία του χωριού, έτσι όπως είναι χτισμένα με τα ίδια υλικά και τις ίδιες τεχνικές, συνδέονται μεταξύ τους. Θα έλεγε κανείς ότι ο οικισμός έχει δυο εξίσου αξιόλογα “πρόσωπα”:
Ένα πρώτο, στο οποίο διακρίνεται το κάθε κτίσμα και μαζί του ο κόπος, το μεράκι και η άφταστη ικανότητα του τεχνίτη του.
Ένα δεύτερο, όπου αντιλαμβανόμαστε τον οικισμό ως ένα ενιαίο οργανικό και ομοιόμορφο σύστημα, στη δημιουργία του οποίου συνέβαλε η εμπειρία των διαδοχικών γενεών μαστόρων, αλλά και των απλών ανθρώπων που έζησαν ή εργάστηκαν σε αυτόν.
Ο οικισμός του Γαναδιού δεν θα πρέπει να θεωρείται άλλο ένα “όμορφο τοπίο” και να θαυμάζεται ως τέτοιο. Θα μπορέσουμε να ωφεληθούμε πραγματικά από τη μελέτη του μόνο εάν, μέσα από τη χωροθέτηση και τις μορφές του, έρθουμε σε ουσιαστική επαφή με τη γνώση και την εμπειρία των ανθρώπων που το γέννησαν. Μιας γνώσης η οποία αποσκοπούσε στο να δημιουργήσει ένα χώρο ζωής που θα εκπλήρωνε τις προυποθέσεις για μια άνετη και ασφαλή διαβίωση και που παράλληλα θα χαρακτηριζόταν από μια αδιαμφισβήτητη αισθητική ποιότητα.