Ανω Καλάθενες

Πληθυσμιακά Στοιχεία, Οικονομικές και Παραγωγικές Δραστηριότητες

Τα πρώτα στοιχεία για τον πληθυσμό του οικισμού εμφανίζονται κατά την οθωμανική περίοδο, όταν οι Καλάθενες κατοικούνταν από ορθόδοξους χριστιανούς και μουσουλμάνους. Κατά την επίσημη απογραφή του 1650, ο οικισμός αναφέρεται μαζί με το γειτονικό χωριό Κουκουναρά, με συνολικό αριθμό 35 φορολογούμενων νοικοκυριών και επτά άγαμων φορολογούμενων. Στην επόμενη απογραφή του 1670 καταγράφονται χριστιανικοί και μουσουλμανικοί κλήροι (αγροτεμάχια) στο χωριό και κατά το 1832 γίνεται καταγραφή δύο  μουσουλμανικών οικογενειών και 30 ορθοδόξων χριστιανικών. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο πληθυσμός του χωριού ήταν αμιγώς χριστιανός, δεδομένου ότι καταγράφηκαν 279 ορθόδοξοι κάτοικοι, κατά το 1881.

Όσον αφορά τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια μείωση του πληθυσμού των κατοίκων. Σύμφωνα με την Εθνική Απογραφή του 2001, οι μόνιμοι κάτοικοι στο χωριό ήταν 228, ενώ σύμφωνα με αυτή του 2011, ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 68 κατοίκους και διαμορφώθηκε σε 160 συνολικά. Εντούτοις, ο οικισμός σε σειρά μεγέθους πληθυσμού, κατατάσσεται στην 9η θέση για το δήμο Κισσάμου.

           

Από τις παλαιότερες εποχές, ο πληθυσμός των Καλαθενών επιδιδόταν σε αγροτικές δραστηριότητες και απέκτησε φήμη για την παραγωγή λαδιού, εξαιρετικού κρασιού, ξυλείας από κυπαρίσσια καθώς και κτηνοτροφικών προϊόντων. Επίσης,  η αμπελουργία αποτελούσε κάποτε τη βασική παραγωγική δραστηριότητα , γεγονός που γίνεται σαφές από τα μεγάλα πατητήρια που εντοπίζονται σε πολλές κατοικίες. Τα περισσότερα σπίτια διέθεταν, κελάρια, όχι εντελώς υπόγεια ώστε να αερίζονται, τα οποία χρησίμευαν για την αποθήκευση κρασιού, λαδιού και τροφίμων, μέσα σε ξύλινα βαρέλια και πιθάρια. Αρκετές ήταν  οι κατοικίες, οι οποίες διέθεταν και  μύλους, στους οποίους άλεθαν στάρι και φάβα.  Εντούτοις, στα νεότερα χρόνια η αμπελουργία έπαψε να παίζει τόσο σημαντικό ρόλο για την οικονομία του χωριού, δεδομένου ότι σήμερα η παραγωγή ελαιόλαδου είναι αυτή που αποτελεί την σημαντικότερη πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους. Αγροτικές εκτάσεις στις οποία άλλοτε καλλιεργούνταν δημητριακά, όσπρια,  και λαχανικά, μετατράπηκαν κύριως σε ελαιώνες. Σήμερα, η παραγωγή των άλλων αγροτικών προϊόντων, καθώς  και η κτηνοτροφία έχουν περιοριστεί σημαντικά. 

Επιπλέον, οι Καλάθενες που αποτελούσαν κεφαλοχώρι, διέθεταν εργαστήρια  και βιοτεχνίες. Το χωριό φημίζεται για τα τσαγκάρικα που είχε, με παράγωγη που ξεπερνούσε τα όρια του οικισμού. Χαρακτηριστικά, ο Γιάννης Κάκανος αναφέρει σε άρθρο του ότι “στο τσαγκάρικο που ανήκε στον Μανώλη Κτσικανδαράκη, που συνεργάστηκε με τον άριστο τεχνίτη Αρτέμη Λαϊνακάκη, φτιάχτηκαν πολλά υποδήματα , ακόμη και για τον βασιλιά”. Σήμερα, το τσαγκάρικο εξακολουθεί να λειτουργεί, θυμίζοντας τον παλιό παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο φτιαχνόταν το χειροποίητο παπούτσι. Τέλος, μία βιοτεχνία που διατηρείται μέχρι τις ημέρες μας, είναι αυτή της μελισσοκομίας, η οποία εκτός από την παραγωγή μελιού επιδίδεται στην παρασκευή κηραλοιφών και άλλων σχετικών προϊόντων.

 

Σχετικά με τα σημαντικά έργα υποδομής, σημειώνονται τα εξής. Το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε το 1966. Ο κεντρικός οδικός άξονας που διασχίζει τον οικισμό δεν ασφαλτοστρώθηκε παρά το 1968, ενώ μόλις το 1983 επικαλύφθηκαν με σκυρόδεμα οι άλλοτε χωμάτινοι μικρού πλάτους δρόμοι, που υπήρχαν στο εσωτερικό του. 

Χάρτης οδικού δικτύου Κισσάμου του 1954. Σύμφωνα με αυτόν εκείνη την περίοδο δεν διερχόταν ασφαλτοστρωμένος δρόμος από τον οικισμό.