Η ανάπτυξη του οικισμού της Πολυρρήνιας κατά μήκος επάλληλων υψομετρικών καμπυλών έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση στενών μονοπατιών (κατά κύριο λόγο) για την πρόσβαση σε κάθε οίκημα, γεγονός το οποίο δημιουργεί την ανάγκη ύπαρξης πλατωμάτων και ανοικτών χώρων ανά τακτά ύψη.
Πλησιάζοντας τον οικισμό συναντά κανείς το πρώτο πλάτωμα που συσχετίζεται με το αρχαίο υδραγωγείο και τον οχυρωματικό πύργο που βρίσκονται δίπλα του. Σε εκείνο το σημείο, η διέλευση των οχημάτων παύει να είναι δυνατή (λόγω του πλάτους του μονοπατιού) γεγονός που δίνει στο πλάτωμα το ρόλο του χώρου στάσης και παρατήρησης των αρχαίων ερειπίων. Προχωρώντας στον οικισμό, αποκαλύπτεται σταδιακά το δεύτερο μα πρωτευούσης σημασίας πλάτωμα. Σε αυτό δεσπόζει το μνημείο του τριπλού τόξου του αρχαίου ρωμαϊκού ελαιοτριβείου που αποτελεί τοπόσημο για την περιοχή καθώς και το πολιτιστικό κέντρο του οικισμού. Ανεβαίνοντας προς τα ψηλότερα τμήματα του οικισμού βρίσκει κανείς δύο δευτερεύοντα πλατώματα εκ των οποίων το πρώτο δημιουργήθηκε πρόσφατα (παλιότερα ήταν ένα πέρασμα), μετά από κατεδάφιση ορισμένων κτηριακών όγκων και αναδιαμόρφωση κάποιων άλλων. Ενώ το δεύτερο, έχει κοντά του το μοναδικό κατάστημα παραδοσιακών ξυλογλύπτων του οικισμού. Έχει λοιπόν εκμεταλλευθεί ως χώρος στάσης, ανάπαυσης και απόλαυσης της θέας.
Στο σύνολο του οικισμού υπάρχουν και κάποιοι ακόμη ελεύθεροι χώροι, οι οποίοι διαμορφώνονται κυρίως στον περίβολο ενός μικρού Ναού όπως και στις συμβολές μονοπατιών και δρόμων.